UNICEF: Αύξηση της παιδικής φτώχειας σε πρωτόγνωρα επίπεδα στα χρόνια της πανδημίας

Σε πρωτόγνωρα επίπεδα εκτινάσσονται τα στοιχεία για την παιδική φτώχεια και την αδυναμία πρόσβασης παιδιών σε βασικά αγαθά.

paidiki_ftohiaΣτις αρχές Δεκέμβρη η UNICEF δημοσιοποίησε σχετική έκθεσή της με τίτλο «Αποτρέποντας μια χαμένη δεκαετία: Επείγουσα δράση για να αντιστραφεί ο καταστροφικός αντίκτυπος της COVID-19 σε παιδιά και νέους». Σε αυτήν επισημαίνει διάφορους τρόπους με τους οποίους η COVID-19 εμποδίζει την πρόοδο στην αντιμετώπιση βασικών προκλήσεων που έχουν να κάνουν με τα παιδιά, όπως η φτώχεια, η υγεία, η πρόσβαση στην Εκπαίδευση, η διατροφή, η παιδική προστασία και η ψυχική ευημερία. Η έκθεση επίσης προειδοποιεί ότι σχεδόν δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας ο εκτεταμένος αντίκτυπος της COVID-19 συνεχίζει να βαθαίνει, αυξάνοντας τη φτώχεια, την ανισότητα και απειλώντας τα δικαιώματα των παιδιών σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί προηγουμένως.

Όπως ειπώθηκε στην παρουσίαση της έκθεσης, «ενώ ο αριθμός των παιδιών που πεινούν, δεν πηγαίνουν σχολείο, κακοποιούνται, ζουν στη φτώχεια ή εξαναγκάζονται να παντρευτούν αυξάνεται, ο αριθμός των παιδιών με πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, εμβόλια, επαρκές φαγητό και βασικές υπηρεσίες μειώνεται». Με άλλα λόγια, η διαχείριση της πανδημίας από τα καπιταλιστικά κράτη βάθυνε τις ταξικές ανισότητες, πλήττοντας ακόμα περισσότερο τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες.

Βάσει της έκθεσης υπολογίζεται ότι 100 εκατομμύρια επιπλέον παιδιά ζουν σήμερα σε συνθήκες πολυδιάστατης φτώχειας λόγω της πανδημίας, μια αύξηση της τάξης του 10% από το 2019. Περίπου 60 εκατομμύρια περισσότερα παιδιά ζουν πλέον σε φτωχά νοικοκυριά σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία, και επιπλέον η UNICEF εκτιμά ότι για να επιστρέψουμε στα επίπεδα παιδικής φτώχειας προ της πανδημίας θα χρειαστούν 7 έως 8 χρόνια.

Επιπροσθέτως, το 2020 πάνω από 23 εκατομμύρια παιδιά δεν είχαν πρόσβαση σε απαραίτητα εμβόλια – αύξηση σχεδόν 4 εκατομμυρίων από το 2019 και ο υψηλότερος αριθμός που σημειώθηκε τα τελευταία 11 χρόνια.

Ακόμα και πριν από την πανδημία, περίπου 1 δισεκατομμύριο παιδιά σε όλο τον κόσμο δεν είχαν πρόσβαση σε τουλάχιστον ένα από τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες: Εκπαίδευση, Υγεία, στέγαση, διατροφή, υπηρεσίες υγιεινής, νερό. Αυτός ο αριθμός τώρα αυξάνεται, όπως και οι διαφορές μεταξύ πλούσιων και φτωχών παιδιών, με τα πιο περιθωριοποιημένα και ευάλωτα άτομα να πλήττονται περισσότερο.

Ανάμεσα στα στοιχεία που σημειώνει η έκθεση σταχυολογούμε:

  • Στο αποκορύφωμα της πανδημίας πάνω από 1,5 δισ. μαθητές έμειναν εκτός σχολείου λόγω διακοπής λειτουργίας των εκπαιδευτικών μονάδων στη χώρα τους. Τα σχολεία έκλεισαν σε όλο τον κόσμο για σχεδόν 80% της ακαδημαϊκής περιόδου κατά το πρώτο έτος της πανδημίας.
  • Για παραπάνω από το 13% των εφήβων ηλικίας 10 – 19 ετών παγκοσμίως, η πανδημία επηρέασε σημαντικά την ψυχική τους υγεία. Μέχρι τον Οκτώβρη του 2020 η πανδημία διατάραξε ή κλόνισε σημαντικά την παροχή υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας στο 93% των χωρών παγκοσμίως.
  • Η παιδική εργασία επίσης έχει ενταθεί και πλέον αφορά 160 εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως – αύξηση 8,4 εκατομμυρίων τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Επιπλέον, 9 εκατομμύρια παιδιά κινδυνεύουν να ωθηθούν στην παιδική εργασία μέχρι το τέλος του 2022, ως αποτέλεσμα αύξησης της φτώχειας που προκλήθηκε από την πανδημία, ενώ για τους ίδιους λόγους εκτιμάται ότι θα αυξηθούν και οι γάμοι παιδιών.
  • 50 εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από παιδική καχεξία ή ατροφία, την πιο απειλητική για τη ζωή μορφή υποσιτισμού. Ο αριθμός αυτός ενδέχεται να αυξηθεί κατά 9 εκατομμύρια έως το 2022, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας στη διατροφή των παιδιών, στις υπηρεσίες διατροφής και στις πρακτικές σίτισης.

Πέρα από την πανδημία, η έκθεση προειδοποιεί και για περαιτέρω προκλήσεις που απειλούν τα δικαιώματα των παιδιών, ξεχωρίζοντας τις πολεμικές συγκρούσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, 426 εκατομμύρια παιδιά – σχεδόν 1 στα 5 – ζουν σε ζώνες πολεμικών συρράξεων, που γίνονται όλο και πιο έντονες και έχουν βαρύτερες επιπτώσεις για τον άμαχο πληθυσμό, επηρεάζοντας τα παιδιά με δυσανάλογο τρόπο. Οι γυναίκες και τα κορίτσια διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο σεξουαλικής βίας που σχετίζεται με συγκρούσεις.

Για την αντιμετώπιση όλων αυτών, βέβαια, η UNICEF και όλοι οι αντίστοιχοι οργανισμοί κλείνουν τα μάτια στην κύρια αιτία, που είναι ακριβώς ότι ο καπιταλισμός διαχειρίζεται την πανδημία αντιμετωπίζοντας τις ανθρώπινες ανάγκες ως κόστος. Ως εκ τούτου, οι συστάσεις της UNICEF καταλήγουν σε ευχολόγια για επενδύσεις στην κοινωνική προστασία, διασφάλιση ποιοτικής εκπαίδευσης, προστασίας και καλής ψυχικής υγείας για κάθε παιδί, ανάπτυξη καλύτερων τρόπων πρόληψης, αντιμετώπισης και προστασίας των παιδιών από κρίσεις…

Η εικόνα στη χώρα μας

Σύμφωνα με τους δείκτες που καταμετρά η Unicef σχετικά με τη φτώχεια και τους αποκλεισμούς στις παιδικές ηλικίες, το πρόβλημα είναι έντονο και στη χώρα μας και μάλιστα ανεξάρτητα από την πανδημία.

Ετσι, με βάση σχετική έκθεση του Γραφείου της Unicef στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκε πρόσφατα στη Βουλή, το ποσοστό των παιδιών στη χώρα μας που κινδυνεύουν από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκεται στο 30,5%, αφορά πάνω από μισό εκατομμύριο παιδιά και είναι ένα από τα τρία υψηλότερα ποσοστά χωρών της ΕΕ (το μέσο ποσοστό στην ΕΕ είναι 25,5%).

Η φτώχεια των εργαζομένων είναι υψηλότερη στα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά, σε σχέση με τα νοικοκυριά χωρίς παιδιά. Εντονότερα αντιμέτωποι με τη φτώχεια είναι οι Ρομά, οι αλλοδαποί υπήκοοι που διαμένουν στην Ελλάδα και επίσης τα μονογονεϊκά νοικοκυριά.

«Η ελλιπής παροχή κοινωνικών υπηρεσιών επιδεινώνει την ευαλωτότητα των παιδιών», σημειώνει η Unicef, επισημαίνοντας ότι κινδυνεύουν περισσότερο τα παιδιά των μεταναστών, τα παιδιά Ρομά, τα παιδιά που ζουν σε ιδρύματα, προσωρινά καταλύματα ή στους δρόμους, «παιδιά που συχνά παραμένουν αόρατα στις εθνικές αξιολογήσεις της φτώχειας», όπως λέει.

Συνακόλουθα με τα παραπάνω είναι η περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες Υγείας, τα αυξημένα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας, τα προβλήματα ψυχικής υγείας, η μεγάλη ανεργία των νέων και οι αποκλεισμοί από την Εκπαίδευση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Unicef, η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής και εφηβικής (2 – 14 ετών) παχυσαρκίας (37%) στην Ευρώπη. «Η αγοραστική δύναμη και πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας θρεπτικά τρόφιμα για τις οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα παραμένει πρόκληση για πολλούς», σημειώνει χαρακτηριστικά, αφού τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών είναι περίπου δύο φορές μεγαλύτερα σε οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα σε σύγκριση με εκείνες που έχουν υψηλότερο εισόδημα.

Αντίστοιχα για την ψυχική υγεία σημειώνει ότι σε όλη την Ευρώπη, ένας στους πέντε εφήβους αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας και μόνο το ένα τρίτο αυτών που έχουν ανάγκη λαμβάνουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας. «Υπάρχουν σημαντικά κενά στην κάλυψη και την ποιοτική παροχή υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας για παιδιά και εφήβους, με σημαντικές ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό και υπηρεσίες, ιδιαίτερα ορατές σε απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές», προσθέτει για τη χώρα μας.

Αναφορικά με την ανεργία η Unicef εντοπίζει ότι το 2019 το ποσοστό ανεργίας στους νέους 15 – 24 ετών στην Ελλάδα ήταν 35,2%, υπερδιπλάσιο δηλαδή του μέσου όρου της ΕΕ (15,1%) και αφορούσε 387.000 νέους. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ στο ποσοστό των νέων (15-29) εκτός Εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης (NEETs), επηρεάζοντας 295.000 νέους κάθε χρόνο.

Αναφορικά με την Εκπαίδευση, σημειώνεται ότι «ως ποσοστό του ΑΕΠ ή με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντικά χαμηλές δαπάνες για την Εκπαίδευση των παιδιών, με μια αλληλουχία αρνητικών επιπτώσεων στα παιδιά». Το 2020 οι συνολικές κρατικές δαπάνες για την Εκπαίδευση ήταν 3,9% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 4,6%) και από αυτές, το 1/3 ήταν οι ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών κυρίως για φροντιστήρια.

Σημειώνεται ότι η πρόσβαση στην Εκπαίδευση δεν είναι πάντα για όλους εξασφαλισμένη. Χαρακτηριστικά, η πρόσβαση των παιδιών προσφύγων και μεταναστών είναι μόλις στο 42% και αντίστοιχα των παιδιών Ρομά στο 57%. Προσθέτοντας σε αυτές τις κατηγορίες και παιδιά με αναπηρίες που δεν φοιτούν στο σύνολό τους τακτικά στα σχολεία, σημειώνει ότι «συχνά τα παιδιά αυτά γίνονται αόρατα, παρά τις ισχύουσες θεσμικές προβλέψεις για τη διασφάλιση της φυσικής τους πρόσβασης».

Ενώ ειδικά για την Προσχολική Αγωγή προσθέτει ότι προβλήματα «πρόσβασης στους παιδικούς σταθμούς παραμένουν ακόμα, αναδεικνύοντας την ανάγκη για τη δημιουργία περισσότερων χώρων» και ποιοτικών υπηρεσιών για παιδιά κάτω των 4 ετών, καθώς και παιδιά από ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες.

(Πηγή: imerodromos.gr)

Share
This entry was posted in ΕΙΔΗΣΟΥΛΕΣ. Bookmark the permalink.

Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /var/www/vhosts/paidevo.gr/httpdocs/wp-includes/class-wp-comment-query.php on line 399