Γράφει η Βικτωρία Πολύζου, συμβουλευτική ψυχοθεραπεύτρια
Ο αυτισμός είναι σοβαρή, νευροψυχιατρική διαταραχή, που οφείλεται σε δυσλειτουργία του εγκεφάλου, εκδηλώνεται νωρίς και διαρκεί ολόκληρη τη ζωή. Χαρακτηρίζεται από ποιοτικές αποκλίσεις στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στη δημιουργία σχέσης, στη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία και στο παιχνίδι-σκέψη-φαντασία. Οι αποκλίσεις αυτές επηρεάζουν βαθιά τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και βιώνει τον εαυτό του και τον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει, τη συμπεριφορά, την προσαρμογή και τη λειτουργικότητά του στην καθημερινή ζωή. Επηρεάζουν επίσης, την πορεία της ανάπτυξης, που αποκλίνει από το φυσιολογικό, ενώ η ανάπτυξη επηρεάζει την κλινική εικόνα του αυτισμού.
Το σύνδρομο Άσπεργκερ είναι μια ισόβια διαταραχή που επηρεάζει το πως το άτομο αντιλαμβάνεται τον κόσμο, επεξεργάζεται τις πληροφορίες που λαμβάνει και αλληλεπιδρά με άλλα άτομα. Αποτελεί όπως και ο κλασσικός αυτισμός μια «διαταραχή φάσματος» επειδή επηρεάζει τα άτομα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και σε ποικίλο βαθμό.
Το σύνδρομο Asperger είναι μια ήπια παραλλαγή αυτισμού, που επηρεάζει κυρίως την ικανότητα επικοινωνίας και τις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου. Ανήκει στις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές και για καιρό υπήρχαν διαφωνίες σχετικά με το αν αποτελεί ξεχωριστή διαταραχή ή πρόκειται για αυτισμό σε ελαφριά μορφή.
Ο αυτισμός δεν θεραπεύεται. Αυτό όμως είναι κάτι που στην ουσία σηκώνει πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση. ΟΛΑ τα αυτιστικά παιδιά ωφελούνται από τα ειδικά θεραπευτικά προγράμματα και το κάθε ένα (ανάλογα με το Νευρολογικό του δυναμικό και την ποιότητα και επάρκεια των θεραπευτικών υπηρεσιών) εμφανίζει το δικό του ποσοστό βελτίωσης
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η έγκαιρη διάγνωση οδηγεί στην πρώιμη παρέμβαση που βοηθά στην καλύτερη εξέλιξη του παιδιού. Η πρώιμη παρέμβαση, ως αποτέλεσμα της έγκαιρης διάγνωσης, συντελεί συχνά με πολύ θετικό τρόπο στην πρόοδο των παιδιών.
Η εικόνα των παιδιών με αυτισμό δε διαφέρει από αυτή των φυσιολογικών παιδιών, φαίνονται υγιή και όμορφα. Οι γονείς αναφέρουν συνήθως ότι άρχισαν να ανησυχούν γύρω στο δεύτερο και πριν το τρίτο έτος της ηλικίας των παιδιών τους. Σημάδια που τους έκαναν να ανησυχούν μπορεί να είναι η έλλειψη βλεμματικής επαφής, η περίεργη αντίδραση στην αγκαλιά και τα χάδια, η καθυστέρηση της ομιλίας ή η περίεργη ενασχόληση με τα αντικείμενα, και το ότι είναι απομονωμένο, δεν παίζει με τους συνομήλικους. Στην ηλικία αυτή, με μικρή πιθανότητα λάθους, μπορεί έγκυρα να διαγνωσθεί ο αυτισμός.
Πιο συγκεκριμένα, τα αυτιστικά παιδιά:
• Παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό νοητική υστέρηση, μεγάλες διακυμάνσεις στην επίδοση μεταξύ πρακτικών και λεκτικών έργων (με τις πρακτικές να υπερτερούν), ασταθή μάθηση και μαθησιακή παλινδρόμηση.
• Σε ποσοστό περίπου 50% δεν αναπτύσσουν λόγο. Τα υπόλοιπα εμφανίζουν λόγο που παρουσιάζει ιδιομορφίες και δεν είναι πάντα λειτουργικός, όπως ηχολαλία (επανάληψη λέξεων ή φράσεων που ειπώθηκαν από άλλους), ασυνάρτητο και επαναληπτικό λόγο, καθώς και ακατάληπτη άρθρωση και ακατάλληλη προσωδία.
• Συνήθως δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για σωματική και κοινωνική επαφή, δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τους κανόνες που διέπουν την κοινωνική συναλλαγή, π.χ. διατήρηση κατάλληλης απόστασης από συνομιλητή, δυσκολεύονται να μπουν στη θέση άλλων και να αποκωδικοποιήσουν τα συναισθήματα των γύρω τους.
• Συχνά χρησιμοποιούν με ιδιόρρυθμο τρόπο τα παιχνίδια, π.χ. μπορεί να παίζουν μόνο με τις ρόδες του αυτοκινήτου και απέχουν από το συμβολικό και από το ομαδικό παιχνίδι.
• Συνήθως δείχνουν υπερευαισθησία ή αδιαφορία στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, π.χ. μπορεί να ενοχλούνται από τον ήχο της καφετιέρας και όχι από το δυνατό κορνάρισμα των αυτοκινήτων. Είναι πιθανό να δείχνουν προτίμηση σε κάποια φαγητά λόγω της γεύσης τους ή σε συγκεκριμένα αντικείμενα λόγω του υλικού κατασκευής τους, π.χ. χνουδωτό κουκλάκι, λαστιχένια μπάλα κλπ.
• Συχνά εστιάζουν σε μεμονωμένα χαρακτηριστικά των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος, π.χ. προσέχουν το φόρεμα της δασκάλας και όχι το περιεχόμενο των λόγων της.
• Μπορεί να εκδηλώνουν συχνότερα κρίσεις θυμού, επιθετικότητας, ανυπακοής και να έχουν επεισόδια αυτοτραυματισμών.
• Ασχολούνται επίμονα με επαναλαμβανόμενες και μη λειτουργικές δραστηριότητες, όπως οι ξαφνικές και γρήγορες κινήσεις των δαχτύλων μπροστά στα μάτια, η τοποθέτηση αντικειμένων σε ευθεία γραμμή και η παραγωγή ασυνάρτητων ήχων και φράσεων.
Πολλοί εκπαιδευτικοί και άλλοι επαγγελματίες από συναφή ειδικότητες θεωρούν τον Αυτισμό μια από τις ισχυρότερες προκλήσεις για κάθε εκπαιδευτικό πλαίσιο. Οι βασικές οδηγίες που παρουσιάζονται αποσκοπούν να υποστηρίξουν τους δασκάλους να δουλεύουν με ενθουσιασμό, να δέχονται την πρόκληση και να δημιουργούν ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον φιλικό στα παιδιά με αυτισμό.
Ενεργό μέρος στην εκπαιδευτική αντιμετώπιση ενός μαθητή με Αυτισμό πιθανόν να χρειαστεί να λάβει ο κάθε δάσκαλος ή μέλος εκπαιδευτικού προσωπικού τυπικού ή ειδικού Δημοτικού Σχολείου στην επαγγελματική του πορεία. Κάθε σχολική χρονιά αποτελεί επαγγελματική πρόκληση για κάθε δάσκαλο λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι υπεύθυνος για την εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση μιας ομάδας παιδιών με διαφορετικές αναπτυξιακές και μαθησιακές ικανότητες και ανάγκες, ταμπεραμέντο και προσωπικότητα. Μέλος αυτής της ομάδας μπορεί να είναι και ένα παιδί με Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή που εκτός από τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει σαν παιδί να παρουσιάζει δυσκολίες που συνάδουν με την διάγνωση στο Φάσμα του Αυτισμού.
Ο αυτισμός αποτελεί μια σύνθετη και εκτεταμένη (διάχυτη) διαταραχή ανάπτυξης, η οποία επηρεάζει τις εξής περιοχές της ανάπτυξης:
Οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις εκφράζονται με παρεκκλίσεις
– Στη βλεμματική επαφή, στην έκφραση προσώπου, στις χειρονομίες και στη στάση του σώματος
– Αδυναμία ανάπτυξης σχέσεων με συνομηλίκους
– Απουσία αυθόρμητης συμμετοχής σε ενδιαφέροντα που εμπλέκουν και άλλα άτομα
– Έλλειψη ενσυναίσθησης, αδυναμία δηλαδή συναισθηματικής και κοινωνικής αμοιβαιότητας.
Επικοινωνία – φαντασία
– Παρουσιάζεται καθυστέρηση ή έλλειψη ανάπτυξης ομιλούμενης γλώσσας (χωρίς εναλλακτική επικοινωνιακή προσπάθεια)
– Όταν υπάρχει λόγος, είναι έκδηλη η παρέκκλιση της ικανότητας να αρχίσουν και να διατηρήσουν συζήτηση με άλλα άτομα
– Η χρήση της γλώσσας είναι στερεότυπα επαναληπτική (ηχολαλία)
– Παρουσιάζεται έλλειψη αυθόρμητου παιχνιδιού, παιχνιδιού ρόλων, ή κοινωνικής μίμησης καθώς και αδυναμία συμβολικού παιχνιδιού.
Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα περιορισμένα επαναληπτικά και στερεότυπα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες
Παρουσιάζονται κινητικές στερεοτυπίες, επίμονη ενασχόληση με μέρη αντικειμένων, άκαμπτη εμμονή σε συγκεκριμένες τελετουργίες, στερεότυποι κινητικοί μαννιερισμοί (π.χ. συστροφές χεριών, δακτύλων, ή περίπλοκες κινήσεις ολόκληρου του σώματος).
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που θα πρέπει να προβληματίζουν τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τους άλλους επαγγελματίες και να τους κάνουν να απευθύνονται στους ειδικούς που κατά μεγάλη πλειοψηφία είναι εξειδικευμένοι εργοθεραπευτές, φυσιοθεραπευτές και λογοπεδικοί.
Αυτές είναι:
Α. Υπερευαισθησία στο άγγιγμα, στην κίνηση, εικόνα ή θόρυβο:
– Αποφυγή αγγιγμάτων
– Προτιμά να αγγίζει παρά να το αγγίζουν
– Αντίδραση σε αγκαλιάσματα ή σφικτά κρατήματα
– Αποφυγή με γυμνά πόδια
– Προτίμηση ρούχων που καλύπτουν όλο το σώμα (μακριά μανίκια και παντελόνια)
– Υπεραντίδραση σε ασήμαντα χτυπήματα και πτώσεις
– Ανησυχία με το πλύσιμο, σκούπισμα προσώπου, βούρτσισμα μαλλιών και δοντιών
– Ευαισθησία σε συγκεκριμένες υφές τροφών
– Αυαισθησία σε συγκεκριμένες υφές υφασμάτων
– Αποφυγή παιγνιδιών με άμμο ή δακτυλομπογιές
Β. Επίπεδο δραστηριότητας ασυνήθιστα υψηλό ή χαμηλό:
– Αργό στο να δραστηριοποιηθεί
– Κουράζεται εύκολα
Γ. Προβλήματα συντονισμού:
– Αδέξιες, μη κατάλληλες ή περιορισμένες κινήσεις του σώματος
– Ανεπαρκείς αντιδράσεις ισορροπίας
– Φτωχές προστατευτικές κινήσεις
Δ. Καθυστέρηση στο λόγο, στη δεξιότητα γλώσσας ή στην σχολική απόδοση που εξετάζονται σε σχέση με άλλες δυσκολίες όπως αντίληψης σχήματος, χώρου, συμπεριφοράς, επιπέδου δραστηριότητας, συναισθηματικού τόνου και αφορούν τον στοματικό τομέα. Διακρίνουμε:
Υποανταπόκριση:
– Μειωμένη αντίληψη αισθητικών εμπειριών στο στόμα
– Αναζήτηση τροφών που έχουν αυξημένο ερέθισμα (τραγανή υφή, ξυνό )
– Τάση να παραγεμίζει το στόμα
– Υπερβολική σιελόρροια
– Έντονα διαταραγμένες διατροφικές συνήθειες
Υπερανταπόκριση:
– Αποφυγή στραγγισμένων και πηχτών τροφών
– Πίνει νερό όχι όμως άλλα υγρά ή χυμούς
– Βάζει στο στόμα το δικό του δάκτυλο αλλά δεν δέχεται των άλλων
– Αποφεύγει την μάσηση, μετακίνηση του φαγητού κρατώντας ανοιχτό το στόμα .
Ε. Φτωχή οργάνωση συμπεριφοράς
– Υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής
– Έλλειψη ικανότητας σχεδιασμού δράσης
– Δυσκολία στην αντιμετώπιση νέων καταστάσεων
Στ. Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Αυτό συμβαίνει στα υψηλής λειτουργικότητας παιδιά που απελπίζονται καθώς δυσκολεύονται να κάνουν ορισμένα πράγματα και συχνά παραιτούνται . Τα παιδιά αυτά συχνά εμφανίζονται αδιάφορα.
Ένας δάσκαλος, θα πρέπει να λάβει υπόψη ορισμένα βασικά στοιχεία σχετικά με τον αυτιστικό μαθητή του:
1. Τον διαφορετικό τρόπο σκέψης, παρατήρησης και κατανόησης του κόσμου γύρω του με αποκορύφωση τις διαφορές του λόγου και της μάθησης, των συναισθημάτων, της φιλίας, και της σεξουαλικότητας.
2. Τη διαφορετική εξωτερίκευση αυτού του ιδιαίτερου τρόπου σκέψης, που μοιάζει με συμπεριφορά αλλοπρόσαλη και παράλογη για τα νευροτυπικά δεδομένα.
3. Τον διαφορετικό τρόπο εσωτερικής παραγωγής, αντιμετώπισης, και εξωτερίκευσης του άγχους και του φόβου.
Ένα παιδί με αυτισμό χρειάζεται διαφορετικό τρόπο εξήγησης, διότι το μυαλό του δεν κάνει τις συνδέσεις κοινής λογικής, και αυτό σημαίνει ότι αν κάτι είναι αυτονόητο για όλα τα άλλα παιδιά ΔΕΝ θα είναι για το αυτιστικό παιδί, με αποτέλεσμα να χάνει τον ειρμό της παράδοσης του μαθήματος και να βαριέται. Για να του είναι το μάθημα ενδιαφέρον και να θέλει να το παρακολουθήσει, πρέπει να μπορεί να συνδέσει τις νέες πληροφορίες που λαμβάνει μέσα από την παράδοση, με αυτά που ήδη ξέρει.
Πολλές φορές όμως, αυτά που λέει ο δάσκαλος στην παράδοση, και κυρίως ο τρόπος που τα λέει, είναι βασισμένα στον μη-αυτιστικό τρόπο σκέψης με αποτέλεσμα ο αυτιστικός μαθητής να κατανοεί ας πούμε για παράδειγμα ότι κάτι γίνεται, αλλά να μην κατανοεί γιατί γίνεται. Άμα δεν καταλάβει το γιατί, δεν θα θέλει να κάνει την όποια εργασία, και θα αρχίσει να κάνει ό,τι μπορεί για να καλύψει την αμηχανία του. Ένας εύκολος τρόπος είναι να κάνει κάτι, ώστε η προσοχή του δασκάλου και της υπόλοιπης τάξης να πάει σε κάτι άλλο από αυτό που πρέπει να γίνει, έτσι ώστε να διακοπεί το μάθημα!
Χωρίς να το κάνει συνειδητά το παιδί, το σκεπτικό του είναι «άμα εγώ δεν καταλαβαίνω τι γίνεται και γιατί γίνεται, θέλω να κάνω/κάνουμε κάτι άλλο που το κατανοώ και έτσι δεν βαριέμαι», διότι η πρωταρχική ανάγκη του είναι αυτό που κάνει να έχει ένα νόημα.
Το νόημα αυτό είναι μια πνευματική επιβράβευση = μαθαίνω κάτι που το αισθάνομαι σαν χρήσιμο, και έτσι δεν σπαταλάω άσκοπα τον χρόνο και την ενέργειά μου. Το να βλέπει ο δάσκαλος νόημα στην παράδοση που γίνεται, δεν σημαίνει τίποτα για το αυτιστικό παιδί, πρέπει το ίδιο να βρει νόημα μέσα από την δική του λογική σκέψη.
Για το βοηθήσει ο δάσκαλος να κάνει τις συνδέσεις που χρειάζεται, και να βρει νόημα και έτσι να κάνει την άσκηση στην τάξη με όρεξη και ενδιαφέρον, πρέπει να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα στον αυτιστικό μαθητή. Ποιός ο τελικός σκοπός, ποιά μέσα (παραδείγματα ασκήσεων) θα γίνουν, και πόση ώρα θα διαρκέσουν.
Παράδειγμα:
«Σήμερα θα μάθουμε να λύνουμε πράξεις αριθμητικής με πρόσθεση και αφαίρεση. Θα σας δείξω εγώ πρώτα στον πίνακα πως να το κάνετε. Μετά θα σας δείξω με ασκήσεις που θα λύσουμε όλοι μαζί και εγώ θα τις γράφω στον πίνακα. Μετά θα σας δώσω ασκήσεις να δοκιμάσετε μόνοι σας να λύσετε στο τετράδιο σας και όποιος έχει δυσκολία θα σηκώνει το χέρι να τον βοηθήσω άμα κάτι δεν το θυμάται ή δεν το έχει καταλάβει. Στο τέλος θα σας δώσω ασκήσεις να τις κάνετε μόνοι σας στο σπίτι.»
Αυτή η απλή εξήγηση, έδωσε στο αυτιστικό παιδί την ολοκληρωμένη εικόνα για τα στάδια εξέλιξης αυτού που είναι να γίνει και τι το ίδιο θα πρέπει να κάνει, και έτσι δεν θα νοιώσει άγχος εφ’ όσον θα ξέρει τι και πιο είναι το επόμενο βήμα. Δηλαδή, άμα απλώς
κοιτάει όταν του δείχνει ο δάσκαλος την άσκηση στον πίνακα, δεν θα αγχωθεί νομίζοντας ότι πρέπει να τα θυμηθεί όλα από την πρώτη φορά, αλλά θα ξέρει ότι έχει την δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια άμα δεν θυμάται κάτι.
Μην ξεχνάτε λοιπόν ότι για ένα αυτιστικό παιδί δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορεί να ζητήσει βοήθεια, ούτε το ότι του επιτρέπεται να μην θυμάται κάτι, ή κάνει λάθος. Άμα λοιπόν δεν ξέρει ότι έχει όλες αυτές τις δυνατότητες θα αγχωθεί νομίζοντας ότι πρέπει να
τα συγκρατήσει και να τα θυμάται όλα με την μία!
Το αυτιστικό παιδί έχει ένα πολύ διαφορετικό τρόπο εξωτερίκευσης του τρόπου σκέψης. Επειδή δεν κάνει τις αυτονόητες συνδέσεις, θα κάνει ερωτήσεις για να δημιουργήσει μέσα στο μυαλό του κάποιες συνδέσεις. Όμως οι ερωτήσεις του μπορεί να εκνευρίσουν τον δάσκαλο μια και η απάντησή τους θα μοιάζει στον ίδιο τον δάσκαλο σαν κάτι το αυτονόητο -ενώ δεν είναι αυτονόητο για το αυτιστικό παιδί, με αποτέλεσμα είτε ο δάσκαλος είτε τα παιδιά να το κοροϊδέψουν ή να το περιγελάσουν. Αυτό θα κάνει το αυτιστικό παιδί να πάψει να κάνει ερωτήσεις, να μην καταλαβαίνει το μάθημα και να μένει πολύ πίσω.
Όσο πίσω και να μένει δεν θα τολμήσει να ξαναρωτήσει, με τον φόβο ότι θα γίνει και πάλι επίκεντρο κοροϊδίας Το αυτιστικό παιδί έχει ένα πολύ διαφορετικό τρόπο εξωτερίκευσης του τρόπου σκέψης.
Άν οι ερωτήσεις του λοιπόν δεν φέρουν την απάντηση ή «σύνδεση» που χρειάζεται, θα νοιώσει μεγάλη αμηχανία και ντροπή. Η ντροπή είναι για ένα αυτιστικό παιδί ή ενήλικα, ένα πολύ ευαίσθητο σημείο.
Αν δημιουργηθεί αίσθημα ντροπής, το αυτιστικό παιδί θα πάψει να κάνει ερωτήσεις, και θα αρχίσει να μη νοιώθει ενδιαφέρον για το μάθημα και γενικότερα για το σχολείο με αποτέλεσμα να αρνηθεί να συμμετέχει, ή να συμμετέχει με ένα αίσθημα εξαναγκασμού.
Αυτό σημαίνει φυσικά ότι η όλη του εκπαίδευση του θα χάση την ευεργετική επήρεια που θα μπορούσε να είχε αν το παιδί ένοιωθε πως οι ανάγκες του, ως προς την κατανόηση των συναισθημάτων του γίνονταν σεβαστές.
Το αυτιστικό παιδί ενστικτωδώς αντικαθρεφτίζει, ότι βλέπει και αισθάνεται από την συμπεριφορά των άλλων γύρο του. Άμα βλέπει και νοιώθει να αδιαφορούν οι άλλοι για κάτι που είναι σε αυτό το ίδιο βασικό, και το περιγελούν, τότε θα αδιαφορήσει και αυτό με την σειρά του για ό,τι οι άλλοι βλέπουν σαν βασικό.
Το αυτιστικό παιδί όταν είναι κουρασμένο πνευματικά θα γίνει υπερκινητικό και υπερομιλητικό. Δεν θα μπορεί να κάτσει στην ίδια θέση, θα θέλει να σηκωθεί και να πηγαινοέρχεται, θα παρακινεί και τα άλλα παιδιά σε σκανταλιές, θα έχει διάφορα «τικ», θα φωνάζει, θα βρίζει ή θα κλαίει, θα χτυπάει τα άλλα παιδιά, ή και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα αυτιστικό παιδί κουράζεται πιο εύκολα από ένα νευροτυπικό παιδί, διότι κάνει μια τεράστια προσπάθεια μέσα στο μυαλό του να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νευροτυπικής σχολικής τάξης. Αυτό συμβαίνει, διότι η επικοινωνία γίνεται μέσω του λόγου και των λέξεων είναι για ένα αυτιστικό παιδί είναι πολύ δύσκολη.
Η δυσκολία βασίζεται στο ότι το αυτιστικό μυαλό σκέπτεται με εικόνες και για να επικοινωνήσει με τον λόγο και την ομιλία πρέπει να κάνει, να μεταφράσει, την εικόνα που βλέπει μέσα στο μυαλό του σε λέξεις. Πολλά παιδιά το καταφέρνουν αλλά με πολλή δυσκολία και η ομιλία τους βγαίνει τεμαχισμένη σε ασύνδετα και, πολλές φορές, ακατανόητα μέρη, προτάσεις χωρίς κάποιο ειρμό, διότι απλά το μυαλό μεταφράζει κομματάκι-κομματάκι μια τρισδιάστατη εικόνα που βλέπει, παρά μια σκέψη δομημένη από λέξεις.
ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ
Σχεδιάζοντας μια εκπαιδευτική παρέμβαση για μαθητές με διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού, είναι απαραίτητη η γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν τα άτομα αυτά σε σχέση με τους γνωστικούς μηχανισμούς της μάθησης. Συγκεκριμένα, οι Schopler & Mesibov (1995) υποστήριξαν ότι οι μαθητές με αυτισμό έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά ως προς την:
ΑΝΤΙΛΗΨΗ:
• Οξύτατη οπτική αντίληψη
• Ικανότητα εστίασης και όρασης
• Ικανότητα αναγνώρισης σχημάτων
• Ικανότητα αναγνώρισης ακουστικών μοτίβων
• Καλό οπτικοκινητικό συντονισμό
ΠΡΟΣΟΧΗ:
• Υπερ-επιλογή ερεθισμάτων
• Εστίαση σε ερεθίσματα από ένα αισθητηριακό κανάλι
• Ικανότητα διάκρισης οπτικών ερεθισμάτων
• Αδυναμία προσοχής σε κοινωνικά ερεθίσματα
ΜΝΗΜΗ:
• Καλή οπτική μνήμη – Καλή μνήμη δεξιοτήτων
• Εξαιρετική επαναληπτική μνήμη
• Καλή γενική σημασιολογική μνήμη
• Δυσκολίες στην αντίληψη της ακολουθίας γεγονότων
• Φτωχή αυτοβιογραφική μνήμη
ΣΚΕΨΗ:
• Οπτική σκέψη
• Κατανόηση μονιμότητας αντικειμένου
• Επίμονη χρήση μιας στρατηγικής (μη ευέλικτη)
• Ικανότητα κατηγοριοποίησης αντικειμένων με βάση μόνο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι αφηρημένα
• Δυσκολία στην κατανόηση εννοιών
• Αδυναμία για συμβολική σκέψη (αναπαράσταση)
• Αδυναμία γενίκευσης στην εφαρμογή στρατηγικών
• Αδυναμία στην εφαρμογή κατάλληλων στρατηγικών
• Δυσκολία στην ανάκληση κατάλληλης στρατηγικής
• Αδυναμία αφαιρετικής σκέψης
• Δυσκολία στην επίλυση προβλημάτων
• ‘Εμμονα και περιορισμένα πνευματικά ενδιαφέροντα
• Έλλειψη κεντρικής συνοχής
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι τα άτομα με αυτισμό έχουν ένα ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης και κατανόησης των ανθρώπων, της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους και του περιβάλλοντος.
Τα εκάστοτε εκπαιδευτικά προγράμματα πρέπει λοιπόν να εστιάζουν στη διδασκαλία όλων των δεξιοτήτων σεβόμενα ταυτόχρονα τις ιδιαιτερότητές τους και ανταποκρινόμενα στις γνωστικές τους δυνατότητες και ικανότητες.
Οι βασικές αρχές που διέπουν τα προγράμματα παρέμβασης για τα αυτιστικά παιδιά και είναι δυνατό να εφαρμοστούν στα πλαίσια της τάξης είναι:
Α) η δημιουργία κινήτρου για μάθηση, η κοινωνική αλληλεπίδραση και η συμμετοχή στις ομαδικές δραστηριότητες. Ο παιδαγωγός επιλέγει ένα παιχνίδι που αρέσει στο παιδί,
Β) η χρήση συστήματος ενίσχυσης, δηλαδή αμοιβών για την αύξηση των επιθυμητών συμπεριφορών ή μείωση των μη επιθυμητών συμπεριφορών.. Το σύστημα αυτό λειτουργεί πολύ καλύτερα αν εφαρμοστεί για όλα τα παιδιά και ωφελεί την τάξη στο σύνολό της.
Γ) η εξασφάλιση της επιτυχίας του παιδιού, κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων. Ο παιδαγωγός εξασφαλίζει την προσοχή του παιδιού και στη συνέχεια του αναθέτει έργα κυμαινόμενης δυσκολίας, αντίστοιχης των δυνατοτήτων του παιδιού.
Δ) η ενίσχυση της ανεξαρτησίας, που σημαίνει ότι ο παιδαγωγός: α) δίνει στο παιδί τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε 2 ή περισσότερα παιχνίδια ή δραστηριότητες, και β) του παρέχει την ελάχιστη απαιτούμενη βοήθεια για την ολοκλήρωση μιας εργασίας.
Ε) η ένταξη πολλών ρουτινών στο καθημερινό πρόγραμμα δραστηριοτήτων, οι οποίες αυξάνουν την προβλεψιμότητα των γεγονότων και παρέχουν στο αυτιστικό παιδί πολλές ευκαιρίες για μίμηση και τήρηση των κοινωνικών κανόνων της τάξης, π.χ. τα παιδιά κρεμούν τα μπουφάν και τις τσάντες τους όταν φτάνουν στην τάξη, βγάζουν και πετούν στα καλάθια τα σκουπίδια όταν ολοκληρώσουν τη ζωγραφική. Μόλις εξασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή του παιδιού σε αυτές, μπορεί να αρχίσει αργά και σταθερά η εισαγωγή κάποιων αλλαγών στο πρόγραμμα, αφού ο παιδαγωγός το προειδοποιήσει για αυτές.
ΣΤ) η οργάνωση καθημερινών δραστηριοτήτων με τη μορφή εικόνων. Ο παιδαγωγός μπορεί να χρησιμοποιεί οπτικά ερεθίσματα για να δείξει στο παιδί τι πρέπει να κάνει αποφεύγοντας την πολυπλοκότητα των προφορικών οδηγιών. Επιπλέον, διευκολύνει τη μετάβαση από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, η οποία μπορεί να αναστατώνει αρκετά αυτιστικά παιδιά λόγω της τάσης τους να αποφεύγουν τις αλλαγές.
Ο παιδαγωγός, από την πλευρά του, χρειάζεται να είναι σε διαρκή εγρήγορση, προκειμένου να διευκολύνει την ενσωμάτωση του αυτιστικού παιδιού στη ζωή της τάξης, η οποία ουσιαστικά δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά η μικρογραφία της κοινωνίας μας. Σε αυτό το πλαίσιο, καλείται να διδάξει και να διδαχθεί νέους τρόπους επικοινωνίας, μοιράσματος, χαράς και δημιουργίας. Αρκεί να αφεθεί να ταυτιστεί για λίγο με το αυτιστικό παιδί.
(πηγές: medlabgr.blogspot.com, American Psychiatric Association)