Αθηναϊκό τραγούδι – Κωμειδύλλιο – Αθηναϊκή επιθεώρηση – Οπερέτα

Γράφει ο Φώτης Ρήνας

Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία ελληνικής μουσικής και θεατρικής παραγωγής, καθώς και ο πόθος για εξευρωπαϊσμό, θα οδηγήσουν στην δημιουργία του Αθηναϊκού τραγουδιού, του Κωμειδυλλίου, της Αθηναϊκής επιθεώρησης  και της Οπερέτας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τρία από τα τέσσερα αυτά είδη είναι μουσικο-θεατρικά. Η έλλειψη τεχνολογίας αποθήκευσης και αναμετάδοσης του ήχου μετατρέπει το θέατρο σε όχημα διάδοσης της μουσικής, αφού μεγάλη μερίδα του κοινού πηγαίνει στο θέατρο για να ακούσει μουσική.

Η πρώτη προσπάθεια που έγινε για τη δημιουργία ελληνικού τραγουδιού, χρονολογείται αρκετά χρόνια πριν το κωμειδύλλιο την επιθεώρηση και την οπερέτα. Στην ρομαντική Αθήνα των δεκαετιών 1860 και 1870 πολλά ποιήματα ποιητών όπως: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αχιλλέας Παράσχος, Αλέξανδρος Ραγκαβής, κ.α. προσαρμόζονταν σε μελωδίες από ιταλικές άριες ή γερμανικά εμβατήρια και τραγουδιόνταν από τον κόσμο. Η συνήθεια αυτή ατόνησε, προς το τέλος του 19ου αιώνα, όταν κάποιοι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες μουσικοί τόλμησαν να μελοποιήσουν με δικές τους δυτικότροπες αλλά σχετικά πρωτότυπες μελωδίες τα ποιήματα των ρομαντικών ποιητών της εποχής, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα ελληνικά τραγούδια που συνιστούν το λεγόμενο Αθηναϊκό τραγούδι. Τα τραγούδια αυτά δημιουργούνται και λειτουργούν αυτόνομα και όχι μέσα στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης, όπως ήταν το Κωμειδύλλιο, η Αθηναϊκή Επιθεώρηση ή η Οπερέτα.

Το Αθηναϊκό τραγούδι δημιουργείται και ζει παράλληλα με την Αθηναϊκή καντάδα. Τα δυο είδη φέρουν έντονη την επιρροή του ιταλικού μπελ κάντο και της επτανησιακής καντάδας και σε πολλές περιπτώσεις υπηρετούνται από τους ίδιους δημιουργούς. Το Αθηναϊκό τραγούδι αποτελεί ένα είδος καντσονέτας (ελαφρό μικρό ιταλικό τραγούδι), άλλοτε ρομαντικής και άλλοτε εύθυμης, που συνοδεύεται από πιάνο ή κιθάρα και κατά κανόνα εκτελείται σόλο ή ντουέτο (πρίμο – σεκόντο), ενώ η καντάδα είναι πολυφωνική και συνοδεύεται από μαντολίνα και κιθάρες. Το Αθηναϊκό τραγούδι υπηρετήθηκε από το Χρίστο Στρουμπούλη, το Νικόλαο Κόκκινο, το Νίκο Χατζηαποστόλου (το συνθέτη τόσων επιτυχημένων οπερέτων, που υπηρέτησε πιστά και το Αθηναϊκό τραγούδι), το Δημήτριο Ρόδιο, τον Τίμο Ξανθόπουλο κ.α.

Στα τέλη του 19ου αιώνα γεννιέται στην Αθήνα το Κωμειδύλλιο. Πρόκειται για μουσική κωμωδία με ηθογραφικό περιεχόμενο. Η μεγάλη του ακμή σημειώθηκε γύρω στο 1890 και δημιουργήθηκε μετά από «ανελέητη» μίμηση ανάλογων ευρωπαϊκών ειδών. Κάθε έργο ήταν δυνατόν να περιέχει δεκαπέντε, είκοσι ή και περισσότερα τραγούδια, ανάλογα με την έκτασή του. Τα τραγούδια αυτά γράφονταν πάνω στα ιταλικά και γαλλικά πρότυπα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι μουσικοί δεν δίσταζαν να ξεσηκώσουν αυτούσιες τις πιο δημοφιλείς και αγαπητές μελωδίες του ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου της εποχής. Στη διαμόρφωσή του έχουν συμβάλλει, το έργο και ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας (Ψυχάρης, Παλαμάς, Καρκαβίτσας, Ροΐδης κτλ), η λαογραφική τάση από τις μελέτες του Ν. Πολίτη, όπως και το νατουραλιστικό κίνημα, που από τη Γαλλία ξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, εχθρός του ξεπερασμένου πια ρομαντισμού. Επίσης επιρροή στην τελική διαμόρφωση του κωμειδυλλίου ασκήθηκε και από την αρμενική οπερέτα.

Αφετηρία, το έργο οι «Μυλωνάδες», κωμωδία που φαίνεται πως μεταφράστηκε από τα ιταλικά και ήταν μια από τις παλαιότερες του ελληνικού δραματολογίου, για λόγους ανηλεούς ανταγωνισμού μεταξύ των θιάσων της εποχής, διασκευάστηκε σε μουσική κωμωδία. Το έργο αποτέλεσε τεράστια επιτυχία του Ευάγγελου Παντόπουλου, του σημαντικότερου ίσως ηθοποιού του καιρού εκείνου. Γνωστά κωμειδύλλια που σε διάφορες εκδοχές ανεβάζονται μέχρι και σήμερα είναι: «Η τύχη της Μαρούλας» (1889), σε κείμενο Δημητρίου Κορομηλά, στίχους Δημητρίου Κόκκου  και μουσική Ανδρέα Σάιλερ. «Ο Μπαρμπα Λινάρδος» (1890), σε κείμενο και μουσική Δημητρίου Κόκκου και ενορχήστρωση Ανδρέα Σάιλερ. «Η Λύρα του Γερονικόλα», σε στίχους και μουσική Δημητρίου Κόκκου. «Ο Καπετάν Γιακουμής», σε στίχους και μουσική Δημητρίου Κόκκου. «Ο γενικός γραμματεύς» (1892) σε κείμενο Ηλία Καπετανάκη  και μουσική Λουδοβίκου Σπινέλλη, κ.ά.

Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1890, το κωμειδύλλιο έδειξε έντονα σημάδια κόπωσης. Τότε έκανε την εμφάνισή της η Αθηναϊκή επιθεώρηση, ένα νέο θεατρικό είδος που κληρονόμησε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κωμειδυλλίου, αλλά τον καλλιέργησε σε μια φόρμα πιο κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δυο θεατρικά είδη είναι ότι στο κωμειδύλλιο ολόκληρη η παράσταση είναι ένα έργο, με αρχή, μέση και τέλος, ενώ η επιθεώρηση είναι σπονδυλωτό θέαμα με αυτόνομα θεατρικά σκετς, τα λεγόμενα «νούμερα». Στο νέο αυτό θεατρικό είδος η μουσική είχε ίση αν όχι και μεγαλύτερη βαρύτητα από το κείμενο. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού θεωρούσε τη μουσική σημαντικότερη κι από την ίδια την παράσταση και δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι ενώ τα κείμενα παρέμεναν ανέκδοτα, τα τραγούδια εκδίδονταν σε παρτιτούρες και κυκλοφορούσαν ευρύτατα. Τα τραγούδια αυτά, ήταν που δημιουργούσαν τη μεγάλη επιτυχία στις επιθεωρήσεις και έκαναν τους ίδιους ανθρώπους να πηγαίνουν ξανά και ξανά σε μια παράσταση.

Στα πρώτα της βήματα η επιθεώρηση ακολουθεί την πρακτική του κωμειδυλλίου, ξεσηκώνοντας ατόφιες τις μελωδίες από ευρωπαϊκές οπερέτες και προσαρμόζοντας επάνω τους ελληνικούς στίχους. Η αντιγραφή αυτή όχι μόνο δεν αποτελούσε ντροπή αλλά ήταν λόγος διαφήμισης της συγκεκριμένης παράστασης. Λίγοι μουσικοί έμπαιναν στον κόπο να διασκευάσουν ή να παραλλάξουν ελαφρώς μια μελωδία. Οι περισσότεροι την διατηρούσαν στην αρχική της μορφή, ενώ το να μπαίνουν οι μελωδίες ατόφιες στα ελληνικά έργα αποτελούσε επίσημη θέση αρκετών μουσικών και συγγραφέων. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος πίστευε ότι η διασκευή αλλοίωνε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της μουσικής.

Η πρώτη ελληνική επιθεώρηση που έκανε την εμφάνισή της στο κοινό της Αθήνας ήταν το «Λίγο απ’ όλα» του Μίκιου Λάμπρου το 1894. Ακολούθησε μια δεκάχρονη σιωπή, για να επανεμφανιστεί δριμύτερη στις αρχές του 20ου αιώνα και να φθάσει, με περιόδους ακμής και παρακμής, μέχρι τις μέρες μας. Οι ετήσιες επιθεωρήσεις όπως Τα Παναθήναια, ο Παπαγάλος, το Πανόραμα, ο Πειρασμός, κ.α. άφησαν έναν μεγάλο αριθμό από τραγούδια που ο απόηχος κάποιων από αυτά φθάνει μέχρι τις μέρες μας.

Πολλοί μουσικοί συνέβαλαν στην διαμόρφωση της μουσικής της επιθεώρησης όπως ο Άγγελος Μαρτίνο, ο Αντώνης Βώττης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης κ.α. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου η επιθεωρησιακή μουσική γράφεται από συνθέτες όπως οι: Σώσος Ιωαννίδης, Κώστας Γιαννίδης, Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, Αντώνης Βώττης ενώ ακόμα και ο Αττίκ υποχωρώντας στη γοητεία της επιθεώρησης γράφει το “Παρί – Psiri”. Τα κείμενα και τα τραγούδια αποδίδονταν από σημαντικούς κωμικούς ηθοποιούς όπως ο Πέτρος Κυριακός, ο Κυριάκος Μαυρέας, η Νίτσα Λαζαρίδου.

Πολλοί συγγραφείς έγραψαν κείμενα για την επιθεώρηση αλλά και στίχους για τα τραγούδια της. Όπως οι: Μπάμπης Άννινος, Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Δημήτρης Γιαννουκάκης, Τίμος Μωραϊτίνης, Παναγιώτης Παπαδούκας, Μίμης Τραϊφόρος. Η θεματολογία των επιθεωρήσεων έλκεται από την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, ενώ σατιρίζονται έντονα οι λαϊκοί τύποι.

Μεταπολεμικά η επιθεώρηση γνωρίζει νέα άνθηση. Νέοι συνθέτες έρχονται να προστεθούν στους παλαιότερους όπως ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιώργος Κατσαρός, κ.ά. ενώ ευκαιριακά γράφουν για την επιθεώρηση ο Μανόλης Χιώτης, ο Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Οι ηθοποιοί που παίζουν τα χρόνια εκείνα είναι: Γεωργία Βασιλειάδου, Σπεράτζα Βρανά, Γιάννης Γκιωνάκης, Χρήστος Ευθυμίου, Τάκης Μηλιάδης, Μαρίκα Νέζερ κ.α.

Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900, παράλληλα με την εμφάνιση της Εθνικής Μουσικής Σχολής, δημιουργείται και η ελληνική οπερέτα. Η οπερέτα είναι ένα διεθνές θεατρικό είδος όπερας σε μικρότερη, απλούστερη και ελαφριά απόδοση με περισσότερο κωμικό χαρακτήρα, της οποίας ένα μεγάλο μέρος είναι πρόζα. Το είδος γίνεται ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό αφού ενισχύει την προσπάθεια προς εξευρωπαϊσμό, με ένα είδος διασκέδασης ελαφράς και ευχάριστης.

Ως θεατρικό είδος πρωτοεμφανίσθηκε στη Γαλλία της οποίας δημιουργός φέρεται ο Ιάκωβος Όφενμπαχ. Από την Γαλλική οπερέτα δημιουργήθηκε η Βιεννέζικη (Γερμανική) που αναδείχθηκε ιδιαίτερα από τον Γιόχαν Στράους τον νεότερο, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας πλέον είναι το βαλς. Σημαντικότερες από τις οπερέτες του Γιόχαν Στράους Β΄ είναι ο «Βαρώνος αθίγγανος» και η «Νυχτερίδα». Άλλοι σημαντικοί συνθέτες οπερέτας ήταν οι: Φραντς Λέχαρ, Φραντς φον Σουπέ και Έμεριχ Κάλμαν, Όσκαρ Στράους.

Το κοινό της Αθήνας είχε ήδη γνωρίσει την γαλλική οπερέτα από το 1871 από περιοδεύοντα γαλλικό θίασο. Η πρώτη όμως προσπάθεια ανεβάσματος οπερέτας από Έλληνες ηθοποιούς, γίνεται πολλά χρόνια αργότερα. Το Σεπτέμβριο του 1908 ο θιασάρχης Αντώνιος Νίκας αποφασίζει να ανεβάσει μία οπερέτα με Έλληνες εκτελεστές. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1908, έπειτα από σύντομες αλλά εντατικές πρόβες, ανεβαίνει σε ελληνική μετάφραση η οπερέτα «Μαμζέλ Νιτούς» (Mam’zelle Nitouche) του Hervé με πρωταγωνίστρια τη Ροζαλία Νίκα, και αρχιμουσικό το Θεόφραστο Σακελλαρίδη και σημειώνει εκπληκτική επιτυχία, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις ορισμένων. Η παράσταση αυτή αποτελεί αφετηρία για την ελληνική οπερέτα, αφού και ο ίδιος ο Σακελλαρίδης το 1913 εγκαταλείπει πλέον την επιθεώρηση για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην οπερέτα, παρασύροντας και αρκετούς άλλους συνθέτες στο νέο αυτό είδος.

Οι πρώτες ελληνικές οπερέτες πραγματοποιούν μια αληθινή υπέρβαση αφού εγκαταλείπεται η προφανής και διαφημιζόμενη μουσική πειρατεία της εποχής της επιθεώρησης, προς όφελος της δημιουργίας πρωτότυπης ευρωπαϊκής μουσικής γραμμένης από Έλληνες συνθέτες. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν αρχίζει στην Ελλάδα, μια εποχή πιο συστηματικής δημιουργικής επεξεργασίας και αφομοίωσης του ευρωπαϊκού μουσικού ιδιώματος.

Γρήγορα ο ηθοποιός και θιασάρχης Ιωάννης Παπαϊωάννου (1875-1931) με την χρηματική ενίσχυση του Φώτη Σαμαρτζή, (Πατρινού δερματέμπορου), δημιουργεί τον πρώτο αποκλειστικά οπερετικό θίασο, που αφού ανεβάζει επιτυχώς πολλές γαλλικές και αυστριακές οπερέτες, στην πορεία ανεβάζει ελληνικές με πρώτη το «Σία κι αράξαμε» (1909) του Σακελλαρίδη. Η συγκεκριμένη είναι η πρώτη ελληνική οπερέτα, αν και συχνά, λανθασμένα, θεωρείται ως πρώτη το «Πόλεμος εν πολέμω» του Σαμάρα. Η οπερέτα κερδίζει αμέσως την αγάπη του κοινού εξ αιτίας του εύθυμου περιεχομένου της, της ωραίας μουσικής και της χρήσης δημοτικής γλώσσας. Ακολουθούν σε λίγο ο ένας μετά τον άλλον οι θίασοι «Αφεντάκη», «Αθηναϊκή Οπερέττα», «Λαγκαδά», «Νίκα» και άλλοι.

Το δρόμο που άνοιξε ο Σακελλαρίδης ακολουθούν: ο Διονύσιος Λαυράγκας («Λήδα» 1909), ο Σπυρίδων Σαμάρας: «Πόλεμος εν πολέμω» (1914), «Πριγκήπισσα της Σασσώνος» (1915), «Κρητικοπούλα» (1916), και άλλοι συνθέτες όπως οι: Ιωσήφ Ριτσιάρδης, Μάρκος Μαστρεκίνης, Ανδρέας Μαστρεκίνης, Σπυρίδων Καίσαρης, Αττίκ, Γιάννης Κομνηνός, Θεόδωρος Σπάθης, Χρήστος Χαιρόπουλος, Μίμης Κατριβάνος, Άγγελος Μαρτίνος, Γιάννης Κωσταντινίδης κ.α. Η οπερέτα άρχισε να παρακμάζει μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930.

Οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης (που θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής οπερέτας) και ο Νίκος Χατζηαποστόλου (εξ ίσου σημαντικός συνθέτης), είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Το πιο δημοφιλές έργο του Σακελλαρίδη είναι «Ο Βαφτιστικός» (1918, τον οποίο αγάπησε και τραγούδησε πολύ ο ελληνικός λαός, ύστερα από τη συγκλονιστική απόδοσή του από την Ελληνική Λυρική Σκηνή και εξακολουθεί να παίζεται μέχρι τις μέρες μας), επίσης η πρώτη οπερέτα που έγραψε μετά την αποχώρηση του από την ετήσια επιθεώρηση «Παναθήναια» το 1914, ήταν «Στα Παραπήγματα». Ακολουθούν το «Πικ – Νικ» το 1915.  «Η δεσποινίς Τιπ-Τοπ» το 1916 , «Ο υπνοβάτης» το 1917 , «Θέλω να ιδώ τον Πάπα», «Ο καπετάν Τσανάκας» το 1922, «Τα μοντέρνα κορίτσια» το 1935 κ.ά.

Το πιο δημοφιλές έργο του Νίκου Χατζηαποστόλου είναι οι «Απάχηδες των Αθηνών», το 1921, όπου περιέχεται και το πασίγνωστο τραγούδι «Ρετσίνα μου» που αποτελεί αναφορά στα τραγούδια του κρασιού, ιδιαίτερα αγαπητά την εποχή εκείνη και δείχνει την τάση του συνθέτη να υιοθετεί ένα πιο λαϊκό ύφος. Το 1916 εμφανίστηκε με τη μεγάλη επιτυχία «Μοντέρνα καμαριέρα», «Οι ερωτευμένοι» το 1919, «Το κορίτσι της γειτονιάς» το 1922, «Η γυναίκα του δρόμου» το 1924 κ.ά.

Μερικοί από τους θρυλικούς πρωταγωνιστές της ελληνικής οπερέτας είναι: Μελπομένη Κολλυβά, Ροζαλία Νίκα, Έλσα Ένγκελ, Αφροδίτη Λαουτάρη, Άγγελος Χρυσομάλης, Γιάννης Στυλιανόπουλος, Ζαζά Μπριλλάντη, Μάνος Φιλιππίδης, Γιάννης Πρινέας, Κυριάκος Μαυρέας, Ζωζώ Νταλμάς, Ηρώ Χαντά, Πέτρος Κυριακός, Μιχάλης Κοφινιώτης, Ολυμπία Καντιώτου-Ριτσιάρδη, Σπύρος Μηλιάδης, Παρασκευάς Οικονόμου, Σωτηρία Ιατρίδου, Νίτσα Φιλοσόφου, Άγγελος Μαυρόπουλος, Άννα Καλουτά, Μαρία Καλουτά, Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Κρεβατά, Λέλα Πατρικίου, Σπύρος Πατρίκιος, Μαρίκα Νέζερ, Πέτρος Επιτροπάκης, Αριστείδης Πανταζινάκος, Ανθή Ζαχαράτου.

Τα τραγούδια που γεννιούνται γίνονται από την πρώτη στιγμή κοσμαγάπητα, εκδίδονται και κυκλοφορούν σε παρτιτούρες και βρίσκονται στα αναλόγια των πιάνων κάθε αστικού σαλονιού. Το ελληνικό κοινό μέσω της οπερέτας εκπαιδεύτηκε να αποζητά πρωτότυπη μουσική και όχι κακόγουστες αντιγραφές ξένων επιτυχιών.

Ο Βαφτιστικός στο Μέγαρο Μουσικής 2012

Πω! Πω! Τραλλάθηκα!

Απόψε την κιθάρα μου – Χορωδία Φώτη Αλέπορου (καντάδα)

(πηγές:  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ KARL NEF,  http://www.musicportal.gr/operetta_music?lang=el, Βικιπαίδεια, LivePedia.grwww.rebetiko.gr/history.php.)

Share
Κατηγορίες: ΕΚ-ΠΑΙΔΕΥΩ ΜΕΛΩΔΙΚΑ, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Αθηναϊκό τραγούδι – Κωμειδύλλιο – Αθηναϊκή επιθεώρηση – Οπερέτα

Δάκτυλα που μαγεύουν (video)

Μια πραγματικά εντυπωσιακή παράσταση με πρωταγωνιστές τα δάκτυλα:



(πηγή: otherside.gr)

Share
Κατηγορίες: Απίστευτα - Εντυπωσιακά - Παράξενα | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Δάκτυλα που μαγεύουν (video)

Φέτος, θα σου δώσω κάτι…

Του Κωστή Α. Μακρή

Ο Άγιος Βασίλης ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του.

Είχε παραδώσει όλα τα δώρα που του είχαν δώσει οι άνθρωποι που δεν πιστεύανε σ’ αυτόν και ήταν κατάκοπος. Είχε αφήσει το νοικιασμένο έλκηθρο στο γκαράζ. Είχε αφήσει εκεί και το μικρό καστανόξανθο πόνι με αρκετή τροφή και νερό. Θα περνούσε να το πάρει ο ιδιοκτήτης του την άλλη μέρα το πρωί, όπως είχαν συνεννοηθεί. Το νοίκι για το έλκηθρο και για το ζωντανό ήταν ήδη πληρωμένο και έτσι δεν θα χρειαζόταν να σηκωθεί πρωί πρωί την άλλη μέρα. «Να ξεκουραστώ λίγο. Χρονιάρα μέρα…» σκεφτόταν. Ξόφλησε τα δυο νεαρά ξωτικά, που τον είχαν βοηθήσει όλες αυτές τις μέρες, και τα αποχαιρέτησε.

Λίγα μέτρα είχε κάνει έξω από το γκαράζ όταν άκουσε την παιδική φωνή:

― Είσαι ο Άγιος Βασίλης;

Ο Άγιος Βασίλης ξαφνιάστηκε.

― Εγώ είμαι…, χαμογέλασε χωρίς σιγουριά.

― Και δίνεις δώρα;

Ο Άγιος Βασίλης έξυσε το κεφάλι του ανασηκώνοντας λίγο τον σκούφο του. Κοίταξε τις μπότες του που ήταν κάπως λασπωμένες και δεν ήταν ακριβώς μπότες. Ψηλές μαύρες γαλότσες ήταν, που όμως τον είχαν βολέψει μια χαρά για περισσότερες από είκοσι μέρες.

Έτσι όπως κοίταζε χαμηλά στο δρόμο, πρόσεξε τα παπούτσια του παιδιού που τον είχε ρωτήσει. Ήταν πάνινα, βρόμικα, ξεφτισμένα και με μαδημένη τη σόλα στο ένα. Έκανε κρύο και το μόνο που σκεφτόταν ο Άγιος Βασίλης ήταν το σπίτι του. Να αλλάξει, να βγάλει μια μπίρα απ’ το ψυγείο, να ανοίξει την τηλεόραση και να παραγγείλει κάτι απ’ έξω. «Μια πίτσα θα πάρω. Την απλή…» είχε σκεφτεί. Νιώθοντας το χρήμα να φουσκώνει στην τσέπη του, μια τσιγκουνιά τον είχε πιάσει, προστατευτική.

― Δίνεις δώρα; ξαναρώτησε το παιδί με το σκούρο πρόσωπο.

Λίγο κουνιόταν απ’ τον αέρα το κεντρικό φως στη μέση του δρόμου και άλλαζε τις σκιές.

― Δίνω…

― Σε όλα τα παιδάκια;

Ο Άγιος Βασίλης κοίταξε γύρω του. Σαν να ζητούσε βοήθεια ή σαν η ερώτηση να απευθυνόταν σε κάποιον άλλον.

― Σχεδόν…, είπε.

― Τι σχεδόν;

― Σχεδόν σε όλα τα παιδάκια. Δίνω σε κείνα που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη.

Την τελευταία φράση την είπε με πιο δυνατή φωνή, νομίζοντας ότι ήταν μια έξυπνη απάντηση ή ένα καλό τέχνασμα για να αποφύγει περισσότερες κουβέντες μ’ ένα παιδί τόσο σκούρο και τόσο κακοντυμένο.

― Εγώ πιστεύω. Αλλά ούτε πέρσι ούτε και πιο παλιά πήρα δώρο από σένα.

Ο Άγιος Βασίλης έξυσε τη μύτη του. Ήταν έτοιμος να πει ψέματα ή πραγματικά τον έτρωγε η μύτη του; Τα μάτια όμως του παιδιού, μεγάλα μάτια και ευθύβολα, τον έκαναν να μιλήσει χωρίς να το καλοσκεφτεί:

― Φέτος, θα σου δώσω κάτι…, είπε.

― Τι; ρώτησε με δυσπιστία το παιδί.

Ο Άγιος Βασίλης σώπαινε.

― Τι; επέμεινε το παιδί.

Ο Άγιος Βασίλης έψαχνε τις τσέπες του. Κουδούνιζε τα κλειδιά του, μέτραγε με τα δάχτυλα την είσπραξη της μέρας… Αρκετά καλή, μαζί με τα έξτρα. Έβλεπε τη λιγούρα των παιδιών πάνω στο πόνι και τους έκανε μια βόλτα παραπάνω, κοιτάζοντας με νόημα τη μαμά ή τον μπαμπά του παιδιού. Συνήθως παιδιά χωρισμένων, γκρινιάρικα, με γονείς του Σαββατοκύριακου που εξαγόραζαν με λίγα ευρώ τις ενοχές τους.

Είχε πάει καλά η δουλειά όλες τις προηγούμενες μέρες. Είχε ρίξει τις τιμές και τα είχε καταφέρει μια χαρά. Είχε βγάλει περισσότερα απ’ όσα έλπιζε ή φοβόταν. Βόλτα η πιτσιρικαρία με το πόνι στην πλατεία, φωτογραφίες με τον Άγιο Βασίλη και τα ξωτικά του… Ήταν και τα λεφτά από τις εταιρείες, για να μοιράζει τα διαφημιστικά τους δώρα και φυλλάδια. Υπολόγιζε να καβατζάρει τα έκτακτα έξοδα για πάνω από δυο μήνες. Μπορεί και τρεις. Με οικονομία τρελή, βέβαια. Για τα τακτικά, τη δουλειά του την είχε ακόμα. Λίγα; Λίγα. Αλλά από ολότελα. Σε μια τσέπη άγγιξε τα εισιτήρια για το μετρό… Ψαχούλεψε δίπλα στο κινητό του, σε άλλη τσέπη, τα δυο τυλιχτά γλυκάκια, που του είχε δώσει το τελευταίο παιδί που φωτογραφήθηκε μαζί του. Αντάλλαγμα στον Άγιο Βασίλη, για τα διαφημιστικά δώρα που του είχε προσφέρει. Έψαχνε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν κι έψαχνε.

«Γλυκάκια… Ποιο παιδί θα ήθελε γλυκάκια από τον Άγιο Βασίλη;»

Βλαστημούσε μέσα του που δεν είχε μαζί του δυο τρία διαφημιστικά δώρα. Της συμφοράς ήταν, αλλά τη δουλειά τους θα την κάνανε. Και πού θα το καταλάβαινε ο μικρός;

― Πού μένεις;

― Εκεί, είπε το παιδί και έδειξε ένα παλιό σπίτι, λοξά απέναντι απ’ το γκαράζ.

Ο Άγιος Βασίλης κοίταξε προς τα εκεί που του έδειξε το παιδί και μετά γύρω του. Κανένα μαγαζί εκεί κοντά. Και να υπήρχε, θα ήταν κλειστό. Αλλά ούτε ψιλικατζίδικο έβλεπε, ούτε περίπτερο ανοιχτό. Μόνο κάδοι, ξέχειλοι στα σκουπίδια. «Για καμιά σοκολάτα, ένα παιχνιδάκι…». Έτσι, υπολόγιζε, να βγάλει την υποχρέωση που μόνος του είχε αναλάβει.

«Τέτοια μέρα… Ποιος να είναι ανοιχτός», σκέφτηκε. Κοίταξε πιο προσεχτικά το σπίτι που του είχε δείξει ο μικρός. Ένα ερείπιο, απομεινάρι άλλων εποχών. «Μένουν άνθρωποι εκεί μέσα;» αναρωτήθηκε, και πήγε να μετανιώσει που φάνηκε μπόσικος με το παιδί.

― Εκεί μένεις; Αλλά… Θέλω να πω… Με ποιους μένεις εκεί;

― Με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου. Είναι και άλλοι…

― Από πού είσαι;

― Εγώ εδώ γεννήθηκα. Η μαμά κι ο μπαμπάς αλλού, μακριά.

Ο Άγιος Βασίλης δεν το σκέφτηκε άλλο.

― Πάμε στο σπίτι σου, είπε.

― Πάμε.

* * *

Ο Άγιος Βασίλης κοιμήθηκε αργά εκείνο το βράδυ.

«Ισμαήλ με λένε» του είχε πει το παιδί την ώρα που τον έμπαζε στο σπίτι του· και ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκε τον Μόμπι Ντικ, τη σπάνια άσπρη φάλαινα. Θυμήθηκε και μια εποχή που άλλα ονειρευόταν.

Από το κινητό του παράγγειλε κοτόπουλο με πατάτες τηγανητές, σαλάτα, αναψυκτικά και κάτι λουκουμάδες και φάγανε όλοι μαζί. Μαζί με τον Ισμαήλ και τους γονείς του. Αλκοόλ δεν πίνανε και επειδή δεν ήθελε να τους προσβάλλει, δεν παράγγειλε μπίρα. Μοιραστήκανε και τα δυο τυλιχτά γλυκάκια. Από μισό ο καθένας.

Έφυγε αργά, μετά τα μεσάνυχτα, για το σπίτι του που δεν ήταν πολύ μακριά. Δυο στάσεις με το μετρό. Πήγε με τα πόδια, για οικονομία. Στο δρόμο χαμογελούσε και ευχόταν χρόνια πολλά και καλή χρονιά στους λίγους περαστικούς, που τον κοιτούσαν παραξενεμένοι και κάπως δύσπιστα και ειρωνικά. Λες και έβλεπαν κανέναν μασκαρά ή απατεώνα.

Ίσως να έφταιγε το ότι δεν φορούσε το σκουφί του Άγιου Βασίλη. Το είχε χαρίσει στον Ισμαήλ εκείνο. Το φορούσε όλη τη βραδιά ο Ισμαήλ και τελικά του το χάρισε.

Τώρα ―έκανε πολύ κρύο― φορούσε το πολύχρωμο, και κάπως αταίριαστο με τη στολή του, πλεχτό μάλλινο σκουφί που του πρόσφερε η μάνα τού Ισμαήλ μαζί μ’ ένα τριπλό “ευχαριστώ πολύ” την ώρα που έφευγε.

Ήταν ένα παράξενος Άγιος Βασίλης με κείνο το εξωτικό σκουφί. Ήταν λογικό που δεν τον αντιμετώπιζαν και τόσο σοβαρά οι περαστικοί.

«Όμορφη βραδιά…» είπε στο ταβάνι, πριν αποκοιμηθεί.

Το βιβλίο του Κωστή Α. Μακρή «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

(πηγή: iporta.gr)

Share
Κατηγορίες: ΕΙΔΗΣΟΥΛΕΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Φέτος, θα σου δώσω κάτι…

Τα ζώα εκπέμπουν SOS: Νέα λίστα με απειλούμενα είδη εξέδωσε η Ένωση Διατήρησης της Φύσης

Μπορεί οι θαλάσσιες χελώνες να δείχνουν μεγάλη αύξηση του πληθυσμού τους, ωστόσο σύμφωνα με τους επιστήμονες, υπάρχουν ακόμη αρκετά είδη τα οποία βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο εξαφάνισης. Αναλυτικά τα νέα απειλούμενα είδη παρουσίασε τη Δευτέρα η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN).

Η ομάδα των ερευνητών της IUCN που εδρεύει στην Ελβετία παρουσίασε τη Κόκκινη Λίστα του τρέχοντος έτους, τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου. Όπως εξηγεί ο Κρεγκ Χίλτον Τέιλορ, βιολόγος από το Κέμπριτζ της Αγγλίας, που μελετά τα απειλούμενα είδη για τη IUCN «Η λίστα έχει ως στόχο να τονίσει διάφορα θέματα που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο – να επισημάνει ποια είδη μειώνονται με γρήγορους ρυθμούς και να βρει τρόπους αντιμετώπισης της οικολογικής καταστροφής»

Ακολουθούν αναλυτικά τα νέα απειλούμενα είδη:

Οκαπί

Ένα σπάνιο ζώο που μοιάζει με ζέβρα και ανακαλύφθηκε τον 20ο αιώνα, είναι ο πλησιέστερος συγγενής της καμηλοπάρδαλης και ζει βαθιά στα δάση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Ο αριθμός των ατόμων του είδους σημείωσε μεγάλη πτώση τα τελευταία χρόνια και η κατάσταση χειροτερεύει. Το Οκαπί ζει σε μια περιοχή που βιώνει χρόνια ένοπλων συγκρούσεων και καταπάτηση εθνικών δρυμών, όπως το Εθνικό Πάρκο Βιρούνγκα, ενώ το ίδιο το ζώο το κυνηγούν για το κρέας και το δέρμα του.

Δερματοχελώνες

Αυτές οι γιγάντιες χελώνες με το μαλακό κέλυφος είναι οι μεγαλύτερες θαλάσσιες χελώνες στον κόσμο, φτάνοντας μερικές φορές τα 250 με 700 κιλά. Ωστόσο αυτά τα συμπαθή ερπετά σημείωσαν μεγάλη πτώση στον πληθυσμό τους πριν από λίγα χρόνια. Στον Ειρηνικό Ωκεανό, το είδος εξακολουθεί να απειλείται σοβαρά, όμως, στον Ατλαντικό, τα πράγματα δείχνουν να βελτιώνονται. Οι λόγοι για την ανάκαμψη του είδους στον Ατλαντικό είναι η μεγαλύτερη προστασία των παραλιών ωοτοκίας, τα σκληρότερα μέτρα για τους λαθροκυνηγούς αυγών, οι αυστηρότεροι κανονισμοί σχετικά με την αλιεία, και η βελτίωση των αλιευτικών εργαλείων, ώστε να μην παγιδεύονται οι χελώνες στα δίχτυα.

Sarothrura ayresi

Αυτό το σπάνιο είδος ζει σε υγρότοπους και μεταναστεύει σε υψηλότερα υψόμετρα κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Έχει μέγεθος περιστεριού και κόκκινο – καφέ φτέρωμα με λευκές βούλες. Ζει στην Αιθιοπία, τη Νότια Αφρική και τη Ζιμπάμπουε. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι υπάρχουν πλέον μόνο περίπου 700 τέτοια άλμπατρος σε ηλικία αναπαραγωγής παγκοσμίως. Το πρόβλημα, έγκειται στο γεγονός ότι οι υγρότοποι είναι περιοχές αντιμετωπίζονται ως «άχρηστες» περιοχές που πρέπει να στραγγιστούν και να χτιστούν, με αποτέλεσμα οι υγρότοποι να απειλούνται με εξαφάνιση και μαζί τους και τα συγκεκριμένα είδη πτηνών.

Αλεπού της Καλιφόρνια

Πριν από είκοσι χρόνια, το συγκεκριμένο είδος βρισκόταν σε σοβαρή ύφεση, μετρώντας περίπου 1.500 άτομα. Η κύρια απειλή ήταν τα χωροκατακτητικά είδη όπως χρυσαετοί και ποντίκια που εισέβαλαν στην περιοχή που ζουν αυτές οι αλεπούδες, τρώγοντας τα μικρά τους ή μεταδίδοντας τους ασθένειες. Ωστόσο η Εθνική Υπηρεσία Πάρκων έδιωξε από την περιοχή τους αετούς και εμβολίασε τις αλεπούδες. Ο πληθυσμός τους έχει ανακάμψει αρκετά φτάνοντας τα 5.500 άτομα, ωστόσο η απειλή είναι ακόμα ορατή.

Άλμπατρος

Είναι μεγάλα θαλασσοπούλια που ταξιδεύουν τεράστιες αποστάσεις, συχνά κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στα ύψη πάνω από τον ωκεανό. Ο αριθμός τους έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, και οι επιστήμονες υποψιάζονται ότι ένας λόγος είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα, ιδίως η αλιεία, η οποία μειώνει την τροφή των πτηνών και μπορεί να τα σκοτώσει αν πιαστούν στα δίχτυα. Η IUCN κατέγραψε μόλις 1.100.000 με 1.400.000 ενήλικα μαύρα-καφέ άλμπατρος και 129.000 μαύρα άλμπατρος. Η προσπάθεια να ενισχυθεί ο αριθμός αυτών των ειδών άλμπατρος είναι αντίστοιχη με την προσπάθεια να σωθούν οι θαλάσσιες χελώνες, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών σχετικά με τις αλιευτικές πρακτικές που σκοτώνουν θαλασσοπούλια και καλύτερη αλιευτική τεχνολογία. Επίσης σε νησιά όπου ζουν τα άλμπατρος, οι επιστήμονες έχουν αφαιρέσει τα χωροκατακτητικά είδη που τρώνε τα αυγά τους, ιδίως τους αρουραίους.

(πηγή: iefimerida.gr)

Share
Κατηγορίες: Οι καλοί μου φίλοι - τα ζώα | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τα ζώα εκπέμπουν SOS: Νέα λίστα με απειλούμενα είδη εξέδωσε η Ένωση Διατήρησης της Φύσης

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Γράφει ο Φώτης Ρήνας

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Έλληνες συνθέτες, συνειδητά και με συνέπεια θέτουν το ζήτημα της δημιουργίας εθνικής μουσικής. Η επιθυμία δηλαδή για μια μουσική γλώσσα με εθνικό χαρακτήρα, υπήρξε ουσιαστικά και ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κύριοι φορείς της μουσικής εξέλιξης στην Ευρώπη ήταν η Ιταλία, η Γαλλία, η Αγγλία και οι γερμανόφωνες χώρες. Το ξύπνημα της εθνικής συνείδησης  και η ανάδειξη της ελευθερίας ως υπέρτατου ιδανικού από τη Γαλλική Επανάσταση  και στη συνέχεια το πνευματικό κίνημα του ρομαντισμού, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις γένεσης  εθνικών μουσικών σχολών στην Ευρώπη, όπως η ρώσικη [με τον Γκλίνκα και την περίφημη ομάδα των «πέντε»], η τσέχικη [Σμέτανα και Ντβόρζακ], η ισπανική [Αλμπένιζ], η νορβηγική [Γκριγκ], η φιλανδική [Σιμπέλιους], και άλλες, θ’ αποτελέσουν παραδείγματα προς μίμηση για τους Έλληνες συνθέτες .

Άλλοι παράγοντες, που συνέβαλαν ή επηρέασαν το έργο τους, πέρα από τις διάφορες εθνικές μουσικές σχολές της Ευρώπης, ήταν το πνευματικό έργο της εποχής και κυρίως η ποίηση (Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), τα περιοδικά της εποχής (»Νουμάς»), το θέατρο (Βασιλικό, Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου). Αλλά και οι επτανήσιοι μουσικοί, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν και στην Αθήνα για τη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής με την ίδρυση διάφορων μουσικών σωματείων ή ιδιωτικών σχολών συνέβαλαν σημαντικά. Ενώ η συστηματοποίηση της μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αρχίζει με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871.

Η νεοελληνική όμως μουσική σχολή, στα πρώτα της βήματα, δεν είχε να στηριχθεί σε μια δική της έντεχνη παράδοση. Η μόνη μουσική πραγματικότητα, που θα χρησιμεύσει ως βάση στο έργο των συνθετών της, είναι το δημοτικό τραγούδι και η βυζαντινή μελωδία, με τους ιδιότυπους τρόπους (κλίμακες) και τη μεγάλη ρυθμική ποικιλία ( χρήση  μέτρων  5/8, 7/8), αυτά είναι τα στοιχεία, που θα σμιλευτούν με  τη  δυτικοευρωπαϊκή  τεχνική  σύνθεσης. Αυτό βέβαια ενείχε συγκεκριμένο περιορισμό για τους Έλληνες δημιουργούς, που ήταν η μονοφωνία αυτών των δύο ελληνικών πηγών.

Έτσι στις αρχές του 20ου αιώνα, δίπλα στις άλλες μουσικές σχολές, θα προστεθεί και η ελληνική, με κοινά βασικά χαρακτηριστικά όπως: 1) τη χρησιμοποίηση λαϊκών τραγουδιών και μοτίβων που συνήθως δεν στηρίζονται στην ευρωπαϊκή μείζονα και ελάσσονα κλίμακα, 2) τη μεγάλη ρυθμική ποικιλία και τη συχνή χρήση καινούργιων μέτρων (5/8, 7/8 κ.ά.) και 3) την ιδιότυπη αρμονική γλώσσα, απόρροια των νέων κλιμάκων (τρόπων).

Οι πρώτοι συνθέτες που με το έργο τους θεμελιώνουν τη νεοελληνική Εθνική μουσική σχολή, γύρω στην πρώτη με δεύτερη δεκαετία του 1900, είναι οι: Διονύσιος Λαυράγκας, Γεώργιος Λαμπελέτ, Μανώλης Καλομοίρης, Μάριος Βάρβογλης και Αιμίλιος Ριάδης. Οι Έλληνες δημιουργοί στην προσπάθειά τους να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της μουσικής στην Ελλάδα, πέρα από το έργο τους στη σύνθεση, επεκτείνουν τη δράση τους στη μουσική εκπαίδευση, τη συλλογή, μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών, τη δημιουργία μελοδραματικής κίνησης, την αρθρογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και γενικά στην με κάθε τρόπο προβολή και στήριξη της ελληνικής μουσικής ιδέας.

Πρώτος ο Γεώργιος Λαμπελέτ ( Κέρκυρα  1875 – Αθήνα  1945), ο  οποίος  παρακινεί με τη μελέτη του «H Εθνική Μουσική» τους Έλληνες μουσουργούς να εμπνευστούν από το δημοτικό τραγούδι γιατί όπως δηλώνει «η δημοτική μούσα στη ποίηση και στη μουσική μας, παρουσιάζει ολόκληρη τη σύγχρονη ελληνική ψυχή». Παράλληλα τους ωθεί να καλλιεργήσουν την ελληνική μελωδία εφαρμόζοντας τεχνικές ευρωπαϊκού τύπου όπως η πολυφωνία και η τεχνική ανάπτυξής της με βάση την αντίστιξη και τη φούγκα. Πιστεύει ότι έτσι η μουσική που θα δημιουργηθεί θα είναι η αληθινή εθνική μουσική του μέλλοντος. Το έργο του, όχι ογκώδες σε ποσότητα, χαρακτηρίζεται από τη χρήση δημοτικοφανών μελωδιών με απλή  αρμονική  επένδυση. Μεγάλη όμως υπήρξε η θεωρητική εργασία που μας άφησε με μελέτες  όπως:  «Ο  εθνικισμός στην τέχνη και η ελληνική δημώδης μουσική» (θεωρητικό σύγγραμμα στο  περιοδικό »Επιφυλλίδες», Ιούνιος 1928),  «Η  Νεοελληνική μουσική και η θεωρητική και αισθητική υπόστασή της» (1942), «Η Ελληνική δημώδης μουσική» (1933) κ.ά.

Ο άλλος Επτανήσιος – απ’ την Κεφαλονιά –  πρωτεργάτης της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, Διονύσιος  Λαυράγκας ( 1860-1941) αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον  τομέα του ελληνικού μελοδράματος. [Ο όρος Μελόδραμα χρησιμοποιήθηκε στον ελληνικό χώρο σαν ταυτόσημος με τον όρο Όπερα]. Ίδρυσε μαζί με το Λουδοβίκο Σπινέλη το «Ελληνικό  Μελόδραμα», με την πρώτη παράσταση να ανεβαίνει το 1900. Ακολούθησε σειρά περιοδειών σ΄ όλη την Ελλάδα με ξένα και ελληνικά έργα. Στη συμφωνική μουσική, ο Λαυράγκας  συνέθεσε επίσης το πρώτο συμφωνικό έργο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, την «Πρώτη Σουίτα», βασισμένη σε ελληνικά δημοτικά μουσικά θέματα, που εκτελέστηκε στις 8-3-1904, στο  Ωδείο Αθηνών. Η  λέξη «Πρώτη» στον τίτλο δεν είναι τυχαία,  επιχειρεί  να  σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας πρωτοπορίας, μιας νέας εποχής. Το δε άλλο γνωστό του έργο, «Τα δυο  αδέλφια»  παίρνει τον τίτλο του πρώτου μελοδραματικού έργου  ελληνικής  δημιουργίας με  μοτίβα από το ελληνικό  δημοτικό  τραγούδι, χρήση των  μέτρων 5/8, 7/8 και ελληνική  θεματολογία. Ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Επίσης, ευτύχησε να δει ολοκληρωμένο το όνειρο της ζωής του, την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1939).

Στους προαναφερθέντες συνθέτες είναι εμφανείς οι ιταλικές επιδράσεις (προβολή του μελωδικού στοιχείου, έλλειψη στιβαρής  συμφωνικής πλοκής), λιγότερο στον πρώτο και  περισσότερο στον δεύτερο, κάτι που εξηγείται από την επτανησιακή τους καταγωγή. Τέτοιου είδους επιδράσεις σαφώς δεν χαραχτηρίζουν το έργο των τριών άλλων θεμελιωτών της  Σχολής: Καλομοίρη, Βάρβογλη, Ριάδη.

Ο  «γενάρχης» της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλης  Καλομοίρης (Σμύρνη  1883 – Αθήνα  1962), από μικρός δέχτηκε τη γόνιμη επίδραση του ελληνικού δημοτικού  τραγουδιού μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον. Γεννημένος στη Σμύρνη και με σπουδές στη Βιέννη είναι εκείνος που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια αληθινά εθνική μουσική βασισμένη από τη μία στα δημοτικά μας τραγούδια και από την άλλη στολισμένη με τα τεχνικά μέσα των λαών της Ευρώπης και κυρίως των Γερμανών, Γάλλων, Ρώσων και Νορβηγών. Η πλούσια συνθετική δημιουργία του, είναι έντονα επηρεασμένη από τους θρύλους, την ποίηση και τον έντεχνο νεοελληνικό λόγο (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Παλαμάς, Χατζόπουλος). Οι  εθνικοί συνθέτες έδειξαν προτίμηση στις μουσικές μορφές με ποιητικό ή άλλο προγραμματικό περιεχόμενο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τίτλους έργων του Καλομοίρη με σαφή  αυτοπροσδιορισμό, τους κόλπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, όπως «Ρωμαίικη Σουίτα» (1907), «Τρεις ελληνικοί χοροί» ( έργο για ορχήστρα, 1934),  «Η Συμφωνία της  Λεβεντιάς» , στο τέταρτο μέρος της οποίας ενσωματώνεται ο γνωστός βυζαντινός ύμνος  «Τη Υπερμάχω», τραγουδημένος από μεικτή χορωδία ( 1920), «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (μουσική τραγωδία σε 3 πράξεις,1961).

Το 1911 ο Καλομοίρης αναλαμβάνει χρέη καθηγητή στο Ωδείο Αθηνών. Το 1919 ιδρύει και διευθύνει το Ελληνικό Ωδείο, έως το 1926. Το 1926 ιδρύει και διευθύνει το Εθνικό Ωδείο έως το 1948. Ο Καλομοίρης προετοίμασε το έδαφος για τα ιδιωτικά ωδεία (που επίσημα είναι αναγνωρισμένα ως σχολές μέσης εκπαίδευσης). Από το 1966 και εφεξής αυτά αυξάνονται, ξεπερνώντας σήμερα τα 500 σε όλη την Ελλάδα. Κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ιδρύονται Τμήματα Μουσικών Σπουδών στα πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας, ωστόσο τα σχέδια για τη δημιουργία μιας κρατικής μουσικής ανώτατης ακαδημίας μένουν ανολοκλήρωτα. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο Καλομοίρης, που προωθούσε τη μουσική του και αυτή των ομοϊδεατών του, συμφιλιώνεται με το Ωδείο Αθηνών. Εκτός από το πλούσιο συνθετικό του έργο, ο Καλομοίρης έγραψε και μουσικές μελέτες, καθώς και μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία.

Εξίσου σημαντική μουσική παρουσία ο Μάριος Βάρβογλης (Βρυξέλλες 1885 – Αθήνα 1967), σύγχρονος  του  Καλομοίρη και συνδημιουργός της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Οι δύο συνθέτες συναντώνται για πρώτη φορά στο περιοδικό »Νουμάς», που την εποχή εκείνη είχε ενώσει όλους τους πρωτοπόρους εργάτες του πνεύματος: ποιητές, λογοτέχνες, μουσικούς. Επηρεασμένος κυρίως από τη Γαλλική μουσική, λόγω σπουδών, το έργο του χαρακτηρίζουν η κομψότητα, το μέτρο και η απλότητα. Γνωστά έργα του το  «Ελληνικό καπρίτσιο  για  βιολοντσέλο και  ορχήστρα» (1914),  «Πρελούντιο  και  φούγκα  πάνω σε βυζαντινό θέμα για εκκλησιαστικό όργανο» (1953) «Να ζει το Μεσολόγγι»  (μουσική  σκηνής ).

Εν συνεχεία ο Αιμίλιος Ριάδης (Θεσσαλονίκη 1886 -1935), μελέτησε πιάνο και θεωρητικά με το Δημήτρη Λάλλα, μαθητή και φίλο του Βάγκνερ και αργότερα σπούδασε στη Μουσική  Ακαδημία του Μονάχου. Στο Παρίσι τελειοποίησε τις σπουδές του και γνωρίστηκε με άλλους εκπροσώπους της νεότερης γαλλικής σχολής, όπως τους Ραβέλ, Σαρπαντιέ και Ντεμπισσί. Η  γνωριμία του αυτή  είχε ως αποτέλεσμα την επίδραση της γαλλικής  σχολής στη διαμόρφωση του συμφωνικού ύφους του συνθέτη. Η μελωδική γραμμή των τραγουδιών του με συνοδεία πιάνου, είδος που καλλιέργησε ιδιαίτερα, χαρακτηρίστηκε «κράμα ανατολίτικης ηδυπάθειας και δυτικού μέτρου». Ενδεικτικοί τίτλοι έργων του: «Δυο ρωμαίικοι χοροί» (για  πιάνο), «Ιερά Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» (για ανδρική και παιδική χορωδία ), «Τα Εγκώμια» (από την Ακολουθία της Μ. Παρασκευής, για μεικτή χορωδία) κ.ά.

Από την άλλη το έργο του συνθέτη Δημήτρη Λεβίδη (1886-1951) το χαρακτηρίζει η συστηματική μελέτη των αρχαίων ελληνικών και ανατολικών κλιμάκων, δημιουργώντας μια ιδιόρρυθμη αρμονική γλώσσα, με έξοχες αντιστικτικές επινοήσεις και ηχοχρώματα.

Ακόμα ένας συνθέτης που ακολουθεί τις τάσεις της Εθνικής Μουσικής Σχολής, ο Γεώργιος Σκλάβος (1888-1976), έγραψε κυρίως όπερες και σκηνική μουσική. Επίσης, χρημάτισε διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1946 έως το 1949.

Το δρόμο που χάραξαν οι πρωτεργάτες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, θα ακολουθήσει μια σειρά συνθετών που ακολούθησε την παράδοση της Σχολής όπως: ο Πέτρος Πετρίδης, ο Γεώργιος Πονηρίδης, ο Θεόδωρος Σπάθης, ο Ανδρέας Νεζερίτης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Θεόδωρος Καρυωτάκης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο Μενέλαος Παλλάντιος, ο Λώρης Μαργαρίτης, ο Αγαμέμνων Μουρτζόπουλος, ο Κύπριος Σόλωνας  Μιχαηλίδης και αρκετοί άλλοι, που άφησαν τη δική τους προσωπική σφραγίδα στη λόγια ελληνική μουσική δημιουργία.

M.ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ (4ο μέρος)

Η ΓΙΟΡΤΗ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΕΛΕΤ – ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ

ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ – ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΛΑΥΡΑΓΚΑΣ

ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ ΧΟΡΟΣ –  ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΡΒΟΓΛΗΣ

(πηγές:  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ KARL NEF,  ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,  http://www.romiossini.com/articles.php?lid=546,  Βικιπαίδεια)

Share
Κατηγορίες: ΕΚ-ΠΑΙΔΕΥΩ ΜΕΛΩΔΙΚΑ, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ