Παιδεία και προοπτική

Της Εύης Βουλγαράκη -Πισίνα*

Ζούμε στη χώρα της ευκαιρίας. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανακοινώνει τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης των ΑΕΙ μέσω ιδιωτικών πόρων και ευρωπαϊκών προγραμμάτων, επισημαίνοντας παράλληλα το πεπερασμένο του δημόσιου κορβανά.

Μια σχετικά ουδέτερη υπουργική ανακοίνωση που συνοδεύει τη σχετική ρύθμιση παρουσιάζεται επικοινωνιακά από το σύνολο των συστημικών ΜΜΕ σε τόνους πανηγυρικούς. Η δυνατότητα ιδιωτικής χρηματοδότησης εξαίρεται ως δικαίωμα, αν όχι και προνόμιο. Κι ενώ η τηλεοπτική σκηνοθεσία μάς καλεί να ζήσουμε το νεοφιλελεύθερο americandream στην Ελλάδα, η πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσουμε με την επιστροφή στην πόλη θα είναι αδυσώπητη.

Το δημόσιο Πανεπιστήμιο, όπως το γνωρίζαμε, δεν θα υπάρχει πια. Η πορεία αυτή στον χώρο της Παιδείας είναι προδιαγεγραμμένη και αναμενόμενη, αλλά τώρα πια η καταστροφή προχωρά πλησίστια. Διότι μαζί με τις νέες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις για τα ΑΕΙ, ταυτόχρονα εκποιούνται και περιουσιακά τους στοιχεία, ενώ συνάμα ιδιωτικοποιούνται φορείς της εκπαίδευσης.

Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός συνάδει με τη γενικότερη πολιτική κατάσταση. Όταν ένας λαός παρηγορείται νοερά στη σφαίρα μιας εικονικής πραγματικότητας, ενώ προορίζεται να ζει υποταγμένος, υποδουλωμένος σε χρέη, πάμφτωχος, στον παροξυσμό του φόβου, είναι προφανές ότι θα στερηθεί και το δικαίωμα της παιδείας. Δεν γίνεται, πράγματι, να οικοδομείται η δημόσια, ελεύθερη, ανθρωπιστική, κριτική, δημοκρατική παιδεία σε συνθήκες έκπτωσης από τη δημοκρατία, αλλά και σε συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης. Η υποτίμηση της Παιδείας μοιραία θα ακολουθήσει.

Οι γενιές του Μεσοπολέμου, αλλά και κατά τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και τα χρόνια της χούντας είχαν ένα όραμα: να μορφώσουν τα παιδιά τους, να τα βγάλουν από το χωράφι ή από τη μοίρα των ανειδίκευτων εργατών, από την ανάγκη να μπαρκάρουν ή να μεταναστεύσουν και να τους δώσουν μια καλύτερη ζωή. Η Παιδεία ήταν το κύριο κοινωνικό ασανσέρ.

Σήμερα, το κοινωνικό αυτό ασανσέρ αποδείχτηκε πολλαπλά απατηλό. Όχι μόνο για τη μη εξεύρεση επαρκούς ισορροπίας μεταξύ ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, αλλά και γιατί η αντίρροπη πορεία έχει ήδη αρχίσει. Η γενιά της μεταπολίτευσης και οι νεότερες του νόμου-πλαίσιο 1268/1982, και των μεταρρυθμίσεων που ακολούθησαν, από θέσεις γονέων, δασκάλων ή απλών πολιτών καλούνται να προστατέψουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους από την ερήμωση στο τοπίο της Παιδείας.

Οι σπουδάζουσες γενιές ήδη αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο διαγραφής από τους φοιτητικούς καταλόγους, λόγω καθυστέρησης στον χρόνο σπουδών. Καθώς η μαύρη εργασία έχει γίνει ημινόμιμο καθεστώς, οι εργαζόμενοι και κατά τεκμήριο φτωχότεροι φοιτητές αδυνατούν να αποδείξουν την εργασία τους. Παράλληλα, οι φοιτητές ενδέχεται να συναντήσουν και τα δίδακτρα –και όχι μόνο στα μεταπτυχιακά. Κάθε φοιτητική κινητοποίηση καταστέλλεται εν τη γενέσει της μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και τον κίνδυνο απώλειας της φοιτητικής ιδιότητας.

Η τελευταία συνολική μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου ήταν το καίριο χτύπημα, η μήτρα του κακού στον χώρο της εκπαίδευσης. Η απαξίωση της δημόσιας Παιδείας και ο ολοένα ταξικότερος χαρακτήρας της μέσω της πρόσδεσης σε ιδιωτικά κεφάλαια φανερώθηκαν απροκάλυπτα, ενώ εξειδικεύτηκαν και βάθυναν περαιτέρω από τις μνημονιακές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα.

Η σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, με τις ανάγκες της κοινωνίας στο εκάστοτε παρόν ήταν ένα αιτούμενο της εκπαίδευσης που απομάκρυνε τον κίνδυνο μιας αραχλιασμένης θεωρητικοποίησης και υποσχόταν φρεσκάδα, προσαρμοστικότητα, ευελιξία, κινητικότητα και καινοτομία.

Η εγκατάλειψη όμως του δημόσιου Πανεπιστημίου στις χρηματοδοτήσεις εταιρειών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αφενός χειραγωγεί την επιστήμη και αφετέρου ρίχνει ταφόπλακα σε μια σειρά κλάδων σπουδών. Μια ζεύξη του δημόσιου και του ιδιωτικού θα είχε νόημα και ενδεχομένως να ήταν ευεργετική μέσα από πολύ αυστηρούς κανόνες λειτουργίας και σε καμία περίπτωση σε καθεστώς πολιτειακής εγκατάλειψης και εξώθησης σε επαιτεία.

Όπως νοείται σήμερα, η σύνδεση της Παιδείας με την «παραγωγή», δηλαδή ως περαιτέρω και σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση από τις επιλογές του κεφαλαίου, μέσω πολυεθνικών και της Ε.Ε., θα καταστρέψει το υπ’ αριθμόν 1 εθνικό προϊόν της χώρας, το πολιτιστικό, που θα μπορούσε να είναι η ναυαρχίδα της ελληνικής οικονομίας –και όχι μόνο στο πεδίο της τουριστικής αξιοποίησης. Ο ελληνικός πολιτισμός και η Ιστορία αυτού του τόπου συνιστούν προϊόν εξαγώγιμο και με μεγάλη, παγκόσμια ζήτηση.

Αντί η χώρα να επενδύσει σ’ αυτούς τους τομείς, έχει επιλέξει την αποεπένδυση, όπως περιγράφεται αυτό που όντως συμβαίνει με όρους οικονομικής πολιτικής. Και μάλιστα, η προσπάθεια του κράτους είναι να άρει την ευθύνη του για δημόσια επένδυση, μετατοπίζοντάς την όσο μπορεί περισσότερο στην αδηφάγο αγορά.

Ήδη και πριν από την κρίση, η αχρηστία των δομών, αλλά και αδυσώπητες ευθύνες των προσώπων έχουν οδηγήσει στη διαρκή εισαγωγή επεξεργασμένων προϊόντων του ίδιου του πολιτισμού μας. Οι κριτικές εκδόσεις αρχαίων, και όχι μόνο, κειμένων γίνονται, επί το πλείστον, σε μεγάλα Πανεπιστήμια και εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, ενώ μια τεράστια μορφωτική και παραγωγική βιομηχανία στήνεται εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας στη βάση της εγχώριας κληρονομιάς μας, αρχαίας, βυζαντινής ή και σύγχρονης.

Η πολιτιστική κληρονομιά μας είναι παγκόσμια, όπως όλοι οι μείζονες πολιτισμοί. Εξίσου παγκόσμια και η επιστήμη. Ένας μίζερος επαρχιωτισμός αναμφίβολα δεν είναι το ζητούμενο. Εκείνο που αμφισβητείται είναι οι επιλογές αυτοαπαξίωσής μας και η αδυναμία, η απροθυμία και η πολλαπλή ανεπάρκεια να παίξουμε σοβαρά σε ένα κατεξοχήν προνομιακό για μας πεδίο.

Υπάρχει χώρος και τρόπος για μια τελείως διαφορετική πολιτική στον τομέα της Παιδείας, που θα αποφέρει κέρδος σε όλα τα επίπεδα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες, την πρώτη ύλη αυτής της χώρας. Για τον λόγο αυτό ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνεται στο ασφυκτικό και καθ’ υπαγόρευσιν πλαίσιο των επιταγών του Μνημονίου.

Εξάλλου, ο αυτοκαθορισμός των προτεραιοτήτων ενός εκπαιδευτικού σχεδιασμού είναι όρος αναγκαίος, όχι όμως και ικανός. Η μεθοδολογία της εργασίας, και ιδίως της συνεργασίας, χρήζει επαναπροσδιορισμού, με γνώμονα να επιτύχουμε βέλτιστες συνέργειες σε όλα τα επίπεδα.

Εάν παζαρέψουμε και ξεπουλήσουμε τα πάντα στην Παιδεία, θα παραδώσουμε στα παιδιά μας ένα σκοτεινό ή λειψό εκπαιδευτικό πλαίσιο, ξένο προς το κλασικό παράδειγμα, που εκτρέφει την υποτέλεια, την ακρισία, την άγνοια και τον ευτελισμό. Θα τα αποστερήσουμε από το μείζον εκείνο εργαλείο που θα τους επιτρέπει να αυτοκαθορίζουν την πορεία τους ως πολίτες.

Τελικά η Παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και ανθρώπινο δικαίωμα;

(πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών)

* Η Εύη Βουλγαράκη –Πισίνα είναι Δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός, συγγραφέας

Share
This entry was posted in ΕΙΔΗΣΟΥΛΕΣ. Bookmark the permalink.

Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /var/www/vhosts/paidevo.gr/httpdocs/wp-includes/class-wp-comment-query.php on line 399