Φεστιβάλ Ολυμπίας: Το παιδί σε πρώτο πλάνο

Πλούσιο και εφέτος το 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου για Παιδιά και Νέους

Ο Φρανσουά Τριφό ταλαιπωρείται από ένα παιδί σε σκηνή από την ταινία του «Ένα αγρίμι στην πόλη» που εντάσσεται στο αφιέρωμα «Τα παιδιά στις ταινίες του Φρανσουά Τριφό».

Ο Φρανσουά Τριφό ταλαιπωρείται από ένα παιδί σε σκηνή από την ταινία του «Ένα αγρίμι στην πόλη» που εντάσσεται στο αφιέρωμα «Τα παιδιά στις ταινίες του Φρανσουά Τριφό».

Κινηματογραφικά αφιερώματα όπως «Τα παιδιά στις ταινίες του Φρανσουά Τριφό» _με τέσσερις ταινίες μαθητείας για την παιδική ηλικία του κορυφαίου Γάλλου σκηνοθέτη_ και «Ο πόλεμος μέσα από τα μάτια των παιδιών» _αφιερωμένο στους 63 νέους, 14 ως 25 ετών, από τα Προσφυγικά της Πάτρας, που εκτελέστηκαν από τους ναζί, στις 4 Δεκεμβρίου 1943_ είναι μερικά από όσα έχουν προγραμματιστεί στο 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους. Το φεστιβάλ, φέτος, θα πραγματοποιηθεί από 30 Νοεμβρίου έως 13 Δεκεμβρίου στον Πύργο (με παράλληλες εκδηλώσεις σε άλλες πόλεις της Ηλείας _Αμαλιάδα, Λεχαινά, Γαστούνη, Ζαχάρω κ.ά._, της Αχαΐας _Πάτρα, Αίγιο_ και της Αιτωλοακαρνανίας _Μεσολόγγι).

Το αφιέρωμα στον Τριφό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον  διότι πέραν των ταινιών μεγάλου μήκους «Τα 400 χτυπήματα», «Ένα αγρίμι στην πόλη» και «Το χαρτζιλίκι», θα παιχτεί και η πρώτη μικρού μήκους ταινία του, «Les mistons», κάτι σαν προάγγελος των «400 χτυπημάτων». «Πιστεύουμε ότι αυτό το αφιέρωμα, πέρα από την καλλιτεχνική αξία του, μπορεί να αποδειχθεί εργαλείο για κάθε εκπαιδευτικό» ανέφερε στο ΒΗΜΑ ο καλλιτεχνικός διευθυντής και ψυχή του φεστιβάλ Ολυμπίας κ. Δημήτρης Σπύρου.

Το διαγωνιστικό πρόγραμμα εφέτος περιλαμβάνει 61 ταινίες μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και κινουμένων σχεδίων, οι οποίες απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους και έχουν στο επίκεντρό τους την παιδική και νεανική ηλικία. Πρόκειται για 13 ταινίες μεγάλου μήκους και 48 ταινίες μικρού μήκους, που εκπροσωπούν 44 χώρες απ’ όλο τον κόσμο. Οι προβολές του διαγωνιστικού θα γίνουν στον Πύργο από 30 Νοεμβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 2013.

Επίσης, η 13η Ευρωπαϊκή Συνάντηση Νεανικής Οπτικοακουστικής Δημιουργίας Camera Zizanio θα πραγματοποιηθεί 30 Νοεμβρίου με 7 Δεκεμβρίου στον Πύργο. Θα προβληθούν συνολικά 365 ταινίες, που έχουν δημιουργήσει παιδιά και νέοι από 7 έως 20 ετών. Στο διαγωνιστικό πρόγραμμα παίρνουν μέρος 150 ταινίες απ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (Ευρωπαϊκό Τμήμα) και 185 ταινίες από 147 σχολεία της Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα). Στο Διεθνές Πανόραμα και σε ειδικές προβολές θα προβληθούν εκτός συναγωνισμού άλλες 30 ταινίες από διάφορες χώρες.

Οι προβολές των διαγωνιστικών προγραμμάτων του 16ου Φεστιβάλ Ολυμπίας, της 13ης Camera Zizanio και των αφιερωμάτων θα γίνουν σε 14 κινηματογραφικές αίθουσες και χώρους πολιτισμού:

Πύργος: Θέατρο Απόλλων, Συνεδριακό Κέντρο, Cineplex Ορφέας (3 αίθουσες), Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο Κούβελου

Πάτρα: Αίθουσα εκδηλώσεων Παμμικρασιατικού Συνδέσμου Πατρών και Περιχώρων

Αίγιο: Δημοτικό Θέατρο Απόλλων

Μεσολόγγι: Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο

Αμαλιάδα: Cine Cinema (2 αίθουσες)

Λεχαινά: Δημοτικός Κινηματογράφος «Άστρον»

Γαστούνη: Κουρβισιάνειο Πολιτιστικό Κέντρο

Ζαχάρω: Αίθουσα εκδηλώσεων Δημοτικού Σχολείου

Το Φεστιβάλ Ολυμπίας και η Camera Zizanio διοργανώνονται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, το Δήμου Πύργου και το Νεανικό Πλάνο με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού. Υποστηρικτές και συνεργάτες της φετινής διοργάνωσης είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών, το ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Αιγιαλείας, η Κινηματογραφική Λέσχη Μεσολογγίου, φορείς εκπαιδευτικών Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης, ο Παμμικρασιατικός Σύνδεσμος Πάτρας και Περιχώρων, η Ομοσπονδία Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας, η Ένωση Ελλήνων Σεναριογράφων, φορείς του οπτικοακουστικού χώρου και άλλοι φορείς. Το Φεστιβάλ ενισχύεται από το πρόγραμμα MEDIA της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δείτε το πρόγραμμα προβολών διαγωνισμού

(πηγή: tovima.gr)

Share
Κατηγορίες: ΕΙΔΗΣΟΥΛΕΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Φεστιβάλ Ολυμπίας: Το παιδί σε πρώτο πλάνο

Η ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ [1771-1900]

Γράφει ο Φώτης Ρήνας

Την εποχή της απελευθέρωσης απ’ τον τουρκικό ζυγό, η μουσική της Δυτικής Ευρώπης ήταν στη χώρα μας σχεδόν τελείως άγνωστη. Το μοναδικό είδος μουσικής που γνώριζαν οι Έλληνες μέχρι τότε, ήταν τα δημοτικά τραγούδια και οι χοροί, καθώς και η μεταβυζαντινή μουσική της Εκκλησίας. Τα είδη των δημοτικών τραγουδιών καλύπτουν τις πνευματικές και καθημερινές ανάγκες του λαού. Εξαίρεση αποτελούν μόνο τα Ιόνια Νησιά.

Τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό ενετική (1386-1797), γαλλική (1797-1814) και στη συνέχεια βρετανική (1814-1864) κυριαρχία, πριν από την ένωσή τους με την Ελλάδα. Μετά λοιπόν από τετρακόσια χρόνια ενετικής κατοχής, ήταν φυσικό, όχι μόνο να γνωρίσουν, αλλά και να δεχτούν την επίδραση του μουσικού πολιτισμού της Ιταλίας, να αναπτύξουν τη Λόγια Δυτική Μουσική πριν την Ελληνική Απελευθέρωση και να αποτελέσουν το λίκνο της μετέπειτα Λόγιας Δυτικής Μουσικής στην Ελλάδα. Αν και η πρώτη όπερα παρουσιάστηκε το 1733 στο Teatro San Giacomo στην Κέρκυρα, μόλις το 1771 έχουμε τις πρώτες εκτελέσεις που οδηγούν στην ανάπτυξη μιας μουσικής παράδοσης που επεκτείνεται σε Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Λευκάδα και, μετά από το 1830, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Συνεπώς, θα πρέπει να θεωρείται σημείο εκκίνησης της λόγιας δυτικής μουσικής στην Ελλάδα το έτος 1771.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να ιδρύονται Φιλαρμονικές Εταιρείες – αρχικά από Ιταλούς – στην Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Κέρκυρα, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην μουσική εκπαίδευση των κατοίκων των Ιονίων νήσων, σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα. Επίσης, η επικοινωνία των Επτανήσων με την Ιταλία, η ανάπτυξη του εμπορίου, οι μελοδραματικοί θίασοι, που κάθε χρόνο έκαναν στα νησιά την επίσκεψή τους, συνετέλεσαν στο να αναπτυχθεί σε αυτά μια αξιόλογη μουσική κίνηση και να δημιουργηθεί μια πλούσια σχετική μουσική παράδοση, που ονομάστηκε επτανησιακή μουσική σχολή. Σε αυτήν ανήκουν όλοι οι πρώτοι επώνυμοι Έλληνες συνθέτες, με σημαντικότερο τον Κερκυραίο Νικόλαο Χαλκιόπουλο Μάντζαρο (1795-1872). Έργα του Μάντζαρου «συγγενικά» με τις όπερες, δόθηκαν στην Κέρκυρα και τη Λευκάδα, σε εορταστικές γιορτές το 1832 και 1833.Το 1829 συνθέτει τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, σε ποίηση Δ. Σολωμού, ο οποίος καθιερώθηκε το 1865 ως Ελληνικός Εθνικός Ύμνος.

Ο μαθητής του Μάντζαρου Σπύρος Ξύνδας (1814-1896), είναι ο συνθέτης του πρώτου ελληνικού Μελοδράματος (Όπερας) με Ελληνικό Λιμπρέτο: »Ο Υποψήφιος Βουλευτής» (1857). Ο Εδουάρδος Λαμπελέτ (1820-1903), ο Γεώργιος Λαμπίρης (1833-1889) και άλλοι, κατάγονται από την Κέρκυρα, ενώ ο Παύλος Καρρέρ (1829-1896), συνθέτης του Μελοδράματος »Μάρκος Μπότσαρης» κατάγεται από τη Ζάκυνθο, (επίσης μαθητής του Μάντζαρου).

Μερικά από τα εμπόδια που συναντούν οι Επτανήσιοι συνθέτες στην ηπειρωτική Ελλάδα καταγράφονται στα απομνημονεύματα του Καρρέρ: αδιαφορία των πολιτικών και κατά περιόδους ανοικτή εχθρότητα. Το 1861, για παράδειγμα, ο μελλοντικός Αρχιεπίσκοπος της Αθήνας προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να υπονομεύσει την πρεμιέρα της όπερας Μάρκος Μπότσαρης του Καρρέρ. Άλλοι μαθητές του Μάντζαρου ήταν οι: Αντώνιος Καπνίσης, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Σουζάνα Νεράντζη κ.ά.

Τα έργα των Επτανήσιων συνθετών ήταν φυσικά, βαθειά επηρεασμένα απ’ την ιταλική μουσική, και κατά το ιταλικό πρότυπο, ήταν κατά κανόνα έργα μελοδραματικά. Ωστόσο, τόσο στα έργα του Καρρέρ, όσο και λίγο αργότερα, στα έργα του κερκυραίου Σπύρου Σαμάρα (1861-1917), ακούγονται για πρώτη φορά »ελληνικότεροι» ήχοι. Ο Σαμάρας, (ο οποίος υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες συνθέτες και ο κορυφαίος συνθέτης της Επτανησιακής Σχολής, διακρίθηκε στο χώρο της όπερας), κατάκτησε με τα μελοδράματά του: »Φλόρα Μιράμπιλις», »Μάρτυς», »Ρέα» κ.ά. θριαμβευτική επιτυχία στα ιταλικά λυρικά θέατρα, καθώς και διεθνή φήμη. Στα τελευταία του έργα χρησιμοποιεί συχνά σαν θέματα ελληνικές μελωδίες, δηλαδή αυτούσια ή παραλλαγμένα δημοτικά τραγούδια.

Την ίδια (ιταλική) επίδραση βρίσκουμε και στη λαϊκή μουσική της Επτανήσου, την καντάδα και το λαϊκό της τραγούδι.

Οι Επτανήσιοι συνθέτες κατηγορήθηκαν αργότερα δριμύτατα από εκπροσώπους της Εθνικής Σχολής, ότι, παρόλο που εμπνέονταν από την Επανάσταση του 1821 και άλλα εθνικά θέματα, δεν μπόρεσαν να δώσουν «ελληνικό χαρακτήρα» στη μουσική τους, παραμένοντας σε μια στείρα μίμηση της αντίστοιχης ιταλικής. Τα τελευταία χρόνια, έπειτα από διάφορες μουσικολογικές έρευνες (π.χ. Γ. Λεωτσάκου) που είχαν ως αποτέλεσμα την ανεύρεση πολλών χαμένων έργων Επτανησίων συνθετών, αρχίζει να επανεκτιμάται η εν πολλοίς αδικημένη Επτανησιακή Μουσική Σχολή. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι η μουσική γλώσσα των Επτανησίων διαθέτει ένα ιδιαίτερο μεσογειακό χρώμα και ακόμη ότι Εθνική μουσική σχολή προϋπήρχε στα Επτάνησα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η «Ανατολική Συμφωνιά» του Μάντζαρου, «Το Ξύπνημα του Κλέφτη» (έργο για πιάνο) του Ιωσήφ Λιβεράλη (1820-1899), η «Δέσπω» του Καρρέρ (όπερα) κ.ά, έργα που βρίθουν ελληνικότητας. Η άγνοια του έργου αυτών των προικισμένων συνθετών οδήγησε σε εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα και επιπόλαιες κριτικές, που δίχασαν και διχάζουν την ελληνική μουσική, στερώντας της μία από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες της, την επτανησιακή. Στο Νικόλαο Μάντζαρο χρεώθηκε συχνά ακαδημαϊσμός και ιταλισμός. Ωστόσο αποδεικνύεται πως οι επιρροές που είχε δεχθεί ξεπερνούσαν τα όρια της Ιταλιάς. Μουσικά του έργα μπορούν κάλλιστα να συγκριθούν με έργα Γάλλων και Αυστριακών κλασικών συνθετών.

Έπειτα το κριτήριο της ελληνικότητας της μουσικής που έθετε η εθνική μουσική σχολή δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο ή μετρήσιμο και θεωρείται σήμερα αντικείμενο μουσικολογικής έρευνας.

Μεγάλη υπήρξε η συμβολή της Επτανήσου και στον παιδαγωγικό τομέα. Στην Επτάνησο καλλιεργήθηκαν οι πρώτοι έλληνες επαγγελματίες μουσικοί. Πραγματικά φυτώρια μουσικής οι φιλαρμονικές της, τροφοδότησαν, από την εποχή του Όθωνα έως σήμερα, με μουσικούς – ιδιαίτερα των πνευστών οργάνων – τις στρατιωτικές μουσικές, τις φιλαρμονικές των Δήμων και τις διάφορες άλλες ορχήστρες της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Το 1839, η απαγόρευση από τις βρετανικές αρχές της συμμετοχής στρατιωτικών φιλαρμονικών στις ξένες θρησκευτικές τελετές οδήγησε στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας της Κέρκυρας (1840) – το πρώτο ελληνικό ωδείο – που από την ίδρυσή της, δίδαξε πιάνο, αντίστιξη και σύνθεση ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο οποίος εκλέχτηκε ισόβιος πρόεδρός της. Επίσης ξεχωριστή θέση για την παιδαγωγική της δράση, είχε και η Φιλαρμονική Εταιρεία »Ο Μάντζαρος» (1890).

Το 1893 κατασκευάζεται το Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας κατά τα πρότυπα της Σκάλας του Μιλάνου. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις όπερες των πρώτων επτανήσιων συνθετών είτε χάθηκαν, είτε διασκορπίστηκαν εξαιτίας βομβαρδισμών (στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας, 1943), είτε των σεισμών στα Επτάνησα το 1953.

Άλλοι επτανήσιοι συνθέτες ήταν οι: Αντώνιος Λιβεράλης (1814-1842), Δομένικος Παδοβάνης (1817-1892), Νικόλαος Τζανής – Μεταξάς (1825-1907), Ιωσήφ Καίσαρης (1845-1923), Σπυρίδων Καίσαρης (1857-1946), Διονύσιος Ροδοθεάτος (1849-1892), Σπυρίδων Σπάθης (1852-1941), Ναπολέον Λαμπελέτ (1864-1932), Λαυρέντιος Καμηλιέρης (1874-1956), κ.ά.

Η Επτανησιακή Σχολή αποτελεί ένα ιδιαίτερο φαινόμενο στο χώρο της Μεσογείου.

Η Στιγμη Τωρα Προβαινει – Ν.Χ. ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ

«Εγέρασα μωρές παιδιά» («O gero Dimos») PAVLOS KARRER – Markos Botsaris

Η Μάρτυς / La Martire – Intermezzo «Romaniesca» (1894)

(πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ KARL NEF, ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Βικιπαίδεια, http://www.musicportal.gr)

Share
Κατηγορίες: ΕΚ-ΠΑΙΔΕΥΩ ΜΕΛΩΔΙΚΑ, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ [1771-1900]

Οι χιμπατζήδες παρηγορούν τους φίλους τους όπως οι άνθρωποι

Πιο ευαίσθητοι οι ορφανοί

Οι νεαροί μπονόμπο (πυγμαίος χιμπατζής) που έχουν περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες είναι πιθανότερο να αγκαλιάζουν και να παρηγορούν άλλους χιμπατζήδες που είναι στεναχωρημένοι, σύμφωνα με ερευνητές του πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα.

Η έρευνα διενεργήθηκε σε καταφύγιο χιμπατζήδων στην Αφρική και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση PNAS.

Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι νεαροί μπονόμπο που είχαν συνέλθει γρήγορα από μια δυσάρεστη εμπειρία, όπως για παράδειγμα ένας τσακωμός, ήταν πιθανότερο να παρηγορήσουν άλλους χιμπατζήδες που όταν βίωναν αντίστοιχες εμπειρίες.

Μάλιστα οι ερευνητές κατέγραψαν συγκινητικά στιγμιότυπα μικρών μπονόμπο που έτρεχαν να αγκαλιάσουν φίλους τους που είχαν δεχθεί επίθεση.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε καταφύγιο χιμπατζήδων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το οποίο κρίθηκε από τους επιστήμονες ως το ιδανικό μέρος για τη μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων.

Το καταφύγιο «Olola ya Bonoboo» φιλοξενεί ορφανούς μπονόμπο, θύματα λαθροθηρίας, οι οποίοι συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά από τους χιμπατζήδες που ζουν κοντά στη μητέρα τους.

Τα μωρά αναθρέφονται από τους ανθρώπους και μετά από αρκετά χρόνια αποκατάστασης μεταφέρονται σε ελεγχόμενη δασική περιοχή όπου ζουν ομαδικά με άλλους χιμπατζήδες.

Παρακολουθώντας τα ζώα στο καταφύγιο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ορφανοί μπονόμπο δυσκολεύονταν πολύ περισσότερο να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους.

Ένας τσακωμός αναστάτωνε υπερβολικά τους ορφανούς χιμπατζήδες, οι οποίοι ούρλιαζαν ασταμάτητα για πολλά λεπτά.

Σε αντίστοιχη περίπτωση, ένας μπονόμπο που μεγαλώνει με τη μητέρα του θα είχε συνέλθει σε δευτερόλεπτα.

Η έρευνα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι και οι χιμπατζήδες έχουν πολλά κοινά στοιχεία σε ό,τι αφορά την κοινωνική συμπεριφορά και τις κοινωνικές δεξιότητες.

Επιπλέον, οι επιστήμονες τονίζουν ότι η εικόνα των νεαρών μπονόμπο να σπεύδουν να παρηγορήσουν τους φίλους τους που δέχθηκαν επίθεση θυμίζει τα ευρήματα παλαιότερων μελετών που διεξήχθησαν σε παιδιά, κάτι που σημαίνει ότι οι χιμπατζήδες διαχειρίζονται τα αισθήματά τους με παρόμοιο τρόπο.

(πηγή: econews)

Share
Κατηγορίες: Οι καλοί μου φίλοι - τα ζώα | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Οι χιμπατζήδες παρηγορούν τους φίλους τους όπως οι άνθρωποι

Ο καλύτερος μπασκετμπολίστας του κόσμου!

Δείτε το σερί ενός από τους καλύτερους μπασκτμπολίστες του κόσμου:

Share
Κατηγορίες: ΕΙΔΗΣΟΥΛΕΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο καλύτερος μπασκετμπολίστας του κόσμου!

Η ΑΣΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Γράφει ο Φώτης Ρήνας

Είναι τραγούδια και μουσική γραμμένα σε λαϊκό ύφος από σπουδασμένους, επώνυμους δημιουργούς, με (δυτική) μουσική παιδεία. Απευθύνονται στο λαό με αγάπη, σεβασμό και μεράκι, αφομοιώνοντας δημιουργικά τη λαϊκή μας μουσική. Γι’ αυτό, πολλά απ’ αυτά έτυχαν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και αγαπήθηκαν αμέσως από όλα τα κοινωνικά στρώματα όσο και τα γνήσια λαϊκά.

(πηγή:www.agerolemouschoolofmusic.com )

(πηγή:www.agerolemouschoolofmusic.com )

Το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι, εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 – αρχές δεκαετίας του 1960 με πρωτεργάτες τους: Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη. Ο όρος «Έντεχνο-λαϊκό» περιέχει δύο αντιφατικές έννοιες, δηλωτικές του διχασμού του Νεοέλληνα ανάμεσα στην λαϊκή παράδοση και τον δυτικό προσανατολισμό. Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι ως: «ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες». Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο «Επιτάφιος» (1958, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου), για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: «δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση».

Ως αποτέλεσμα δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης που ονομάζεται «Έντεχνο τραγούδι». Διαφέρει από το λαϊκό κυρίως στο στίχο, αλλά και στη μουσική (ενορχήστρωση, ύφος). Ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο δυτικός όσον αφορά στα συνθετικά μέσα. Μπορεί να χρησιμοποιεί δυτική αρμονία, ακόμα και αντίστιξη, καθώς και όργανα της συμφωνικής ορχήστρας, χορωδίες και συμφωνικά σύνολα. Δεν έχει όμως καμία σχέση με τη φόρμα του δυτικοευρωπαϊκού ρομαντικού και μεταρομαντικού έντεχνου τραγουδιού Ληντ (Lied). Το ελληνικό «έντεχνο» τραγούδι αποκτά γρήγορα μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες, φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε αυτό συνέβαλε και ο ενεργός πολιτικός ρόλος του συγκεκριμένου είδους κατά τη περίοδο της δικτατορίας.

(πηγή: www.musiccorner.gr)

(πηγή: www.musiccorner.gr)

Το «έντεχνο» γράφεται με νότες, σε παρτιτούρα, ενώ το λαϊκό συνήθως πάνω στο όργανο (μπουζούκι) και σε μαγνητόφωνο. Ήρθε να καλύψει μιά ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας, γεφυρώνοντας το μέχρι τότε βαθύ, αγεφύρωτο  χάσμα  ανάμεσα στη λαϊκή και την έντεχνη μουσική, φαινόμενο δυστυχώς αποκλειστικά ελληνικό.  Κάτι που δεν συνέβει με το φλαμένγκο, το φάντο (παραδοσιακή μουσική της Πορτογαλίας), το τάνγκο κλπ.

Το έδαφος είχε προετοιμασθεί και «στρωθεί» ήδη από ταλαντούχους λαϊκούς συνθέτες και ερμηνευτές (Τσιτσάνης, Χιώτης, Ζαμπέτας, Μητσάκης, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, κ.ά.). Με τη βοήθειά τους οι δύο πρωτοπόροι συνθέτες εισήλθαν δυναμικά στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, βάζοντας τις βάσεις για ένα αισθητικό ρεύμα που αποτέλεσε μεγάλη τομή στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Το επηρέασε για  δεκαετίες , δίνοντάς του έναν χαρακτήρα ελληνικότητας, που ως τότε θεωρούνταν ασυμβίβαστος, με τις σοβαρές προθέσεις ενός λόγιου συνθέτη.

Μια σημαντική και πρωτότυπη διεθνώς καινοτομία ήταν η σύνδεση της μουσικής με τον σοβαρό ποιητικό λόγο. Ο Θεοδωράκης με τη μουσική επένδυση του “Επιτάφιου”, εισάγει την ποίηση στο λαϊκό τραγούδι. Με τη χρησιμοποίηση στίχων από έργα Ελλήνων κυρίως (Βάρναλης, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Γκάτσος, κ.ά.) αλλά και ξένων ποιητών, που έγιναν έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό (μελοποιημένη ποίηση). Το «έντεχνο» λαϊκό έφερε κυριολεκτικά τη λόγια ποίηση «στο στόμα του λαού».

O Γιάννης Ρίτσος ευτύχησε να δει και να ακούσει, μελοποιημένα από καταξιωμένους συνθέτες, πολλά από τα μεγάλα του ποιητικά δημιουργήματα: Ο Μίκης Θεοδωράκης  έντυσε με την μουσική του εκτός από τον “Επιτάφιο”, τη “Ρωμιοσύνη” και “τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”. Χάρη στον Χρήστο Λεοντή οι στίχοι από το “καπνισμένο τσουκάλι” έσμιξαν μέσα στις καρδιές μας με τις φωνές του Νίκου Ξυλούρη και της Τάνιας Τσανακλίδου. Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε ποιήματα του Ρίτσου στην “καντάτα για την Μακρόνησο” και στη “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, ο Σπύρος Σαμοΐλης στις “γειτονιές του κόσμου”, ο Μάριος Τόκας στην “πικραμένη μου γενιά”. Ο Νίκος Μαμαγκάκης μελοποίησε την “Εαρινή συμφωνία”, ο Μιχάλης Τερζής “τον ύμνο και θρήνο για την Κύπρο”, αλλά και άλλοι συνθέτες αναμετρήθηκαν μελωδικά με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

Άλλο χαρακτηριστικό στο «έντεχνο» είναι οι λαϊκές συναυλίες, οι οποίες γίνονται μέσο επικοινωνίας με το κοινό, αλλά και τρόπος διασκέδασης, εκπαίδευσης και έκφρασής του.

Επίσης αναδείχτηκε ένα μέχρι τότε αγνοημένο και περιφρονημένο στην ελληνική «έντεχνη» μουσική δημοφιλές λαϊκό όργανο, το μπουζούκι. Και χρησιμοποιήθηκαν σαν σολίστες, ερμηνευτές  ή και ενορχηστρωτές σπουδαίοι  γνήσιοι λαϊκοί μουσικοί και τραγουδιστές (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μπιθικώτσης, Ζαμπέτας,  Καζαντζίδης, Μαρινέλλα,  Μαίρη Λίντα κ.ά.).

Μια άλλη καινοτομία ήταν οι κύκλοι τραγουδιών: δίσκοι με ενότητες τραγουδιών που ακολουθούν μια ενιαία κεντρική ιδέα. Ενδεικτικοί κύκλοι τραγουδιών που θεωρούνται σήμερα κλασικοί του «έντεχνου» τραγουδιού είναι: Μίκης Θεοδωράκης: Άξιον Εστί («λαϊκό ορατόριο», Ελύτης). Μάνος Χατζιδάκις: Μεγάλος Ερωτικός (μελοποιημένη ποίηση περί έρωτος: Σαπφώ, Ευριπίδης, Σολωμός, Καβάφης, Ελύτης, Γκάτσος, κ.ά.). Γιάννης Μαρκόπουλος: Ιθαγένεια, Χρονικό (Μύρης). Θάνος Μικρούτσικος: Ο Σταυρός του Νότου (Καββαδίας). Σταύρος Ξαρχάκος: Κατά Μάρκον (Γκάτσος). Διονύσης Σαββόπουλος: Μπάλλος, Αχαρνής, κ.ά.

(πηγή: www.elculture.gr)

(πηγή: www.elculture.gr)

Ο Μάνος Χατζιδάκις με την αυστηρή, εκλεκτική και “αριστοκρατική” διάθεσή του, στέκει απόμακρος από τις μάζες και τους μηχανισμούς προβολής, και συχνά τις ίδιες τις καταθέσεις του… Η δυναμική όμως των τραγουδιών του είναι τόσο μεγάλη που λειτουργούν καταλυτικά. Οι επιρροές του από την ευρωπαϊκή μουσική φιλτράρονται στο χωνευτήρι του παραδοσιακού ηχοχρώματος και μετουσιώνονται με σοφία, ταλέντο, διαύγεια και τόλμη σε πρωτοποριακά ακούσματα, που χάρις και την απολύτως συνταιριαστή γραφή του Νίκου Γκάτσου, γκρεμίζουν τα στεγανά και τη δεδομένη γραφή των λαϊκών τραγουδιών. Ιδανικός γεφυροποιός των ετερόκλητων σημείων της σχολής των Θεοδωράκη – Χατζιδάκι υπήρξε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Πάνω στο λόγο του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε πρώτη φάση και του Νίκου Γκάτσου στην πορεία, ο Ξαρχάκος υπογράφει σπουδαία και διαχρονικά τραγούδια με εκπληκτικές εναλλαγές στην μουσική γραφή και δεξιοτεχνικές ενορχηστρώσεις που τον καταξιώνουν ως άξιο συνοδοιπόρο των δύο μεγάλων.

Κι άλλοι όμως προικισμένοι συνθέτες, πήραν την σκυτάλη και έδωσαν νέα πνοή στο «έντεχνο» τραγούδι, όπως οι: Μάνος Λοίζος, Δήμος Μούτσης, Δημήτρης Λάγιος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιώργος Κατσαρός, Ηλίας Ανδριόπουλος, Γιώργος Χατζηνάσιος, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Βαγγέλης Γερμανός, Κώστας Χατζής, Μίμης Πλέσσας, καθώς και οι νεότεροι: Σταμάτης Κραουνάκης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Γιώργος Ανδρέου, Ορφέας Περίδης, Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Φοίβος Δεληβοριάς, κ.ά.

Για το Γιάννη Σπανό, να θυμηθούμε ότι πάνω του στηρίχτηκε, ένα μεγάλο και καίριο κομμάτι του «Νέου Κύματος», του δημοφιλούς μουσικού ρεύματος που άνθησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτελούσε μια προσπάθεια ανανέωσης του ελαφρού τραγουδιού. Ο όρος οφείλεται στον Γιάννη Σπανό, ο οποίος μετέφερε στην ελληνική μουσική τον γαλλικό όρο Nouvelle Vague (έστω και αν αυτός ήταν κινηματογραφικός).

(πηγή:http://rapidbelgrade.com/index.php?topic=18402.285 )

(πηγή:http://rapidbelgrade.com/index.php?topic=18402.285 )

Βασικότεροι εκπρόσωποι του Νέου Κύματος ήταν οι Γιάννης Σπανός (συνθέτης), Λάκης Παπάς (συνθέτης – τραγουδιστής), Γιώργος Ζωγράφος (τραγουδιστής), Αρλέτα (στιχουργός – συνθέτης – τραγουδίστρια), Πόπη Αστεριάδη (τραγουδίστρια), Νότης Μαυρουδής (συνθέτης), Καίτη Χωματά (τραγουδίστρια), Γιάννης Πουλόπουλος (τραγουδιστής), κ.ά.

Το Νέο Κύμα χαρακτηριζόταν από συνθέσεις με εκφραστική λιτότητα και ευαισθησία. Οι καλλιτέχνες αρχικά ερμήνευαν τα τραγούδια τους- συνήθως με συνοδεία κιθάρας και πιάνου- σε μικρές μπουάτ στην Πλάκα. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μόνο τραγούδια στο ύφος της μπαλάντας, με λίγα όργανα και με φευγάτη διάθεση, ούτε και είχε ένα ενιαίο ύφος, αλλά μπορούσε να χωρέσει τα πάντα: και γνήσια λαϊκά και λαϊκότροπα και παραδοσιακά δημοτικά, ακόμα και «ροκ» καταστάσεις, ή και τραγούδια απλώς χορευτικά.

Σημαντικοί στιχουργοί του «έντεχνου» ήταν οι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Τάσος Λειβαδίτης, Λίνα Νικολακοπούλου, κ.ά.

(πηγή: www.ishow.gr)

(πηγή: www.ishow.gr)

Χαρακτηριστικότεροι ερμηνευτές της πρώτης γενιάς του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού (1950-1980) είναι οι: Σούλα Μπιρμπίλη, Γιοβάννα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Φλέρυ Νταντωνάκη, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Μούτσιος, Μαρία Δημητριάδη, Αλίκη Καγιαλόγλου, Μαρίζα Κώχ, Νάνα Μούσχουρη κ.ά., ενώ από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν ξεχωρίσει οι Νένα Βενετσάνου, Σαβίνα Γιαννάτου, Έλλη Πασπαλά, Μανώλης Λιδάκης, Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Μπάσης και Νατάσα Μποφίλιου, μεταξύ άλλων. Παράλληλα, γνωστοί τραγουδιστές όπως οι: Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Τάνια Τσανακλίδου και Γιώργος Νταλάρας, έχουν επίσης ασχοληθεί κατά καιρούς με το «έντεχνο» πραγματοποιώντας αξιόλογες ερμηνείες.

Τη διάδοση του «έντεχνου» βοήθησαν η δισκογραφία, – στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 έχουμε τις πρώτες κυκλοφορίες μεγάλων δίσκων 33 στροφών ενώ το 1964 εγκαινιάζονται στο εργοστάσιο της Ριζούπολης νέα πολυκάναλα στούντιο που παρέχουν στους ερμηνευτές και τους μουσικούς την δυνατότητα να γράφουν πλέον χωριστά, και όχι όλοι μαζί ταυτόχρονα, όπως γινόταν μέχρι τότε – και ο κινηματογράφος. Κομμάτια όπως τα «παιδιά του Πειραιά» και ο «Ζορμπάς» έγιναν παγκόσμια γνωστά, δημοφιλή και συνώνυμα της Ελλάδας.

«Ποιος τη ζωή μου», Μίκης Θεοδωράκης – Μάνος Ελευθερίου, Μαρία Φαραντούρη

«Αθανασία», Μάνου Χατζιδάκι – Νίκου Γκάτσου, Φλέρυ Νταντωνάκη

«Μικρή πατρίδα», Γιώργου Ανδρέου – Παρασκευά Καρασούλου, Χρήστος Θηβαίος – Μάριος Φραγκούλης

«Ήρθες αγάπη μου», Γιάννη Σπανού – Σούλα Μπιρμπίλη

(Πηγές: Βικιπαίδεια, http://afmarx.wordpress.com/2009/04/30/ritsos-menths-songs/,  http://www.musicheaven.gr, http://www.derti.gr/pdf/history.pdf, http://www.neo-kyma.gr)

Share
Κατηγορίες: ΕΚ-ΠΑΙΔΕΥΩ ΜΕΛΩΔΙΚΑ, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η ΑΣΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ