ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ [1° Μέρος]

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Γράφει ο Φώτης Ρήνας

Μια μορφή πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι το δημοτικό τραγούδι, που παντρεύει αρμονικά μουσική, ποίηση και χορό. Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και διαδόθηκε κυρίως με προφορικά μέσα. Είναι και αυτό μονοφωνικό και τροπικό στη δομή του και είναι ενδεικτικό ότι η πιστότερη καταγραφή του γίνεται με τη βυζαντινή σημειογραφία. Εξαίρεση αποτελούν τα ηπειρώτικα που έχουν τρεις – τέσσερις φωνές [με διαστήματα τέταρτης ή πέμπτης] και ισοκράτημα στη χαμηλότερη φωνή καθώς και ορισμένα τραγούδια της Επτανήσου, που έχουν επηρεαστεί από δυτικά πρότυπα, κυρίως από τη μουσική της γειτονικής Ιταλίας.

Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι, που δημιουργήθηκε από τον 9° έως και 11° αιώνα περίπου. Ακριτικά τραγούδια ονομάζονται τα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στα κατορθώματα των Ακριτών, των φρουρών των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και συγγενεύουν με το έμμετρο αφήγημα του 12ου αι., το γνωστό ως ¨Έπος του Διγενή Ακρίτα¨.

Οι ρίζες όμως του δημοτικού τραγουδιού προχωρούν βαθιά στο παρελθόν, στην αρχαία ελληνική μελωδία τη λεγόμενη »μέλος», που κατά τον 4° μ.Χ. αι. περνά στο χώρο των Βυζαντινών, εισχωρεί στην εκκλησία και παραμένει εκεί αμπαρωμένη. Το δημοτικό τραγούδι κουβαλά μέσα του βαρύ, πολύτιμο φορτίο, πυρήνες πανάρχαιων θεμάτων και τρόπων και μνήμες αρχαϊκές και μυθικές και πρωτόγονης ζωής στοιχεία και κατάλοιπα.

Τη σκυτάλη από το ακριτικό τραγούδι πήρε το κλέφτικο, το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα  χρόνια της τουρκοκρατίας, με κορύφωση στην περίοδο της Ελληνικής  Επανάστασης του 1821. Εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δράση των κλεφτών και των αρματωλών, είναι γεμάτο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συγκίνησης. Τέτοια τραγούδια γράφτηκαν για όλους σχεδόν τους κλέφτες καπεταναίους, για όλες σχεδόν τις μάχες, για όλα τα κατορθώματα και παθήματα των κλεφτών, κι έγιναν η φωνή της επανάστασης του 1821. Οι κοτσαμπάσηδες ήταν η ιθύνουσα τάξη και οι κλέφτες οι αδικημένοι που επαναστάτησαν. Ο καταπιεζόμενος φτωχοαγρότης και δουλευτής δεν είχε άλλο τρόπο να εκφραστεί, παρά τα λαϊκά τραγούδια του καιρού εκείνου.

»Βασίλη μ’ κάτσε φρόνημα να γίνεις νοικοκύρης.

    – Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης

    εγώ ραγιάς δεν γίνομαι. Τούρκους δεν προσκυνάω.

    Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες».

Ο τσάμικος [στα 3/8] υπήρξε ο κατ’ εξοχήν κλέφτικος χορός. Βάση της ορχήστρας ήταν το νταούλι που έδινε το ρυθμό και η πίπιζα, όργανα ανοιχτού χώρου και ομαδικού γλεντιού. Αναφέρονται επίσης ο ταμπουράς, το σουραύλι, ταμπούρλα, τρομπέτες.

»ακούω ταμπούρλα και βαρούν τρομπέτες και λαλούνε». Καθώς και το λαούτο.

    »φέρτε μου το λαγούτο μου με τ΄ ασημένια τέλια»

Ο Μακρυγιάννης έπαιζε ταμπουρά, ο Γκούρας φλογέρα, ο Ρήγας λαούτο και ο Κατσαντώνης, που ζωγράφισε ο Θεόφιλος κρατάει ταμπουρά. Συνήθως στα κλέφτικα τραγούδια παρουσιάζονται σαν θέματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατος.

Η ποίηση των κλέφτικων δε γεννήθηκε από πολλούς μαζί ποιητές, αλλά από έναν προικισμένο, που δεν ξεχωρίζει από το σύνολο, μιας και τότε η κοινωνία ήταν τόσο σφιχτά δεμένη, με τους ίδιους πόθους και μεράκι, μ΄ έναν κοινό σκοπό: Τη λευτεριά και την επιβίωση. Ας δούμε δύο χαρακτηριστικές στροφές:

    ‘’Αρματωλός μεσ’ ς στα βουνά και κλέφτης μεσ’ ς στους κάμπους

    έχει τα βράχια αδέλφια του, τα δένδρα συγγενάδια

    τονε κοιμάν οι πέρδικες και τον ξυπνάν τ’ αηδόνια’’.

    Ο κλέφτης τιμά και λατρεύει τα όπλα του:

    »Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

    και το καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο».

Ο κύκλος της ζωής του κλέφτη από τη φυγή στο βουνό μέχρι το θάνατο, είναι που ο ποιητής ελληνικός λαός τραγούδησε με τρόπο πραγματικά συγκλονιστικό και μοναδικό.

»Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από βράχους της Οίτης και του Ολύμπου». Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ [1838 Λειψία – 1897 Ελβετία], Γερμανός ιστορικός μελετητής της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γιός του μεγάλου μουσικού Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντυ.

Ό,τι σώθηκε απ’ τα κλέφτικα, έγινε με την προφορική παράδοση, από τις προσπάθειες μερικών ειδικών και από λίγες ξένες δισκογραφικές εταιρείες, που έκαναν μερικές φωνοληψίες το 50 – 60.

Το κλέφτικο τραγουδιέται ακόμη και στις μέρες μας. Μετά το κλέφτικο τραγούδι, μόνο το ρεμπέτικο εκφράστηκε με αυθόρμητα κι’ αυθύπαρκτα τραγούδια.

Τα όργανα των Ελλήνων κρατούν από τα βάθη των αιώνων. Ο αυλός, ο άσκαυλος, το ασκοτόμαρο, το τύμπανο, τα κρόταλα, οι μασιές, οι ανακαράδες, τα ψαλτήρια, τα σαντούρια, τα κανονάκια, οι φλογέρες, τα νταούλια κ.ά. Τα όργανα με τα οποία εκτελείται το δημοτικό τραγούδι σχετίζονται με το συγκεκριμένο χώρο. Παραδείγματος χάρη, λύρα και λαούτο στην Κρήτη και σε πολλά νησιά, ζουρνάς και νταούλι παλιότερα στον ηπειρωτικό χώρο, κλαρίνο, βιολί και σαντούρι  αργότερα. Και πριν απ΄όλα βέβαια η φλογέρα. Το κλαρίνο και το βιολί πολιτογραφήθηκαν στη  λαϊκή μας κομπανία στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα. Το κλαρίνο στην Ελλάδα μεταδόθηκε απ΄τους γύφτους, οι οποίοι το δανείστηκαν απ΄τις Τούρκικες μπάντες, γύρω στο 1835.

Δυστυχώς σήμερα κοντεύουν να εξαφανιστούν πολλά από τα παραδοσιακά όργανα, όπως το κανονάκι, το ούτι , το σαντούρι, ο ταμπουράς, ακόμα και το λαούτο.

Η μελωδία του δημοτικού τραγουδιού στηρίζεται πάνω στις ίδιες περίπου κλίμακες, στους ίδιους σχεδόν τρόπους, στους οποίους στηρίζεται και η βυζαντινή μουσική. Δεν ακολουθεί τη συγκερασμένη ευρωπαϊκή κλίμακα, αλλά τη φυσική κλίμακα, που είναι χαρακτηριστικό της ανατολικής μουσικής.

Οι συνηθέστεροι «ήχοι» («δρόμοι», «μακάμια») των δημοτικών μας τραγουδιών είναι ο Α΄ ήχος ( μακάμ Ουσάκ)  και ο πλάγιος του Β΄  ( μακάμ Χιτζάζ). Η ποικιλία είναι μεγάλη, με τσακίσματα, γυρίσματα, ποικίλματα, γλιστρήματα, κυματισμούς, έλξεις και μελίσματα και οι ρυθμοί πολύπλοκοι.

Τα περισσότερα τραγούδια είναι χορευτικά. Υπάρχουν όμως και «καθιστικά» (του «τραπεζιού», της «τάβλας»), αργού, ελεύθερου ρυθμού. Στους ρυθμούς, υπάρχει εντυπωσιακή πολυρυθμία,  με χρήση ρυθμών άγνωστων στην ευρωπαική μουσική και εναλλαγή ρυθμών στο ίδιο τραγούδι. Διακρίνουμε ρυθμό: δίσημο (2/8, 2/4): μπάλος, συρτός, σούστα, χασάπικο, χασαποσέρβικο, πεντοζάλι, αγέρανοι, πωγωνίσιο, κότσαρι (Πόντου) κλπ. τρίσημο (3/8, 3/4): τσάμικος, ηπειρώτικο «στα 3», τετράσημο (4/8): γκάιντες, ζωναράδικα, ομάλ (Πόντου), πεντάσημο (5/8, 5/4) Τσακώνικος, Ζαγορίσιος, Παιντούσκα κλπ. εξάσημο (6/8), επτάσημο (7/8): Καλαματιανός, μαντηλάτος, οχτάσημο (8/8) : Συγκαθιστοί Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου, μπεράτι, εννιάσημο (9/8, 9/4): Αντικρυστοί, καρσιλαμάδες, φυσούνι, ζεϊμπέκικοι και 12/8: Μακεδονίτικα, Θρακιώτικα.

Ο στίχος  αντλεί το υλικό του από την προφορική λαϊκή παράδοση. Χαρακτηρίζεται από απλότητα, λιτότητα και χάρη, λυρισμό, πλούτο ιδιωματισμών, αφθονία επωδών, αποκοπή και επανάληψη συλλαβών και ποιητική φαντασία. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυριαρχεί απόλυτα. Ακολουθούν ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος και ο τροχαϊκός στίχος. Η ομοιοκαταληξία σπανίζει.

Τα δημοτικά τραγούδια έχουν μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Ανάλογα με τα θέματά τους χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: α] σε αυτά που αναφέρονται σε διάφορες εκδηλώσεις της ζωής (ερωτικά, νυφιάτικα, νανουρίσματα, παιδικά, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, εργατικά κ.ά.) β] στα ιστορικά στα οποία ανήκουν όσα αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα ή σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, όπως τα ακριτικά και τα κλέφτικα και γ] στις παραλογές, που είναι αφηγηματικά τραγούδια με θέμα δραματικές περιπέτειες της ζωής, αληθινές ή φανταστικές (π. χ. »το γεφύρι της Άρτας»).


Τα κλέφτικα του Παπασιδέρη: Ο Γιάννος 1952

(πηγές: Περιοδικό ”ΜΟΥΣΙΚΗ”, τεύχη 2, 14, 16, 35, 36. www.patakis.gr.  http-//arcadia.ceid.upatras.gr/.  http-//www.musicheaven.gr.  ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)

Share
Κατηγορίες: ΕΚ-ΠΑΙΔΕΥΩ ΜΕΛΩΔΙΚΑ, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /var/www/vhosts/paidevo.gr/httpdocs/parents/wp-includes/class-wp-comment-query.php on line 399