Σήμερα που ο λαός μας βρίσκεται τραυματισμένος κατάχαμα, υποφέροντας από μια άγρια, ευτελιστική και ισοπεδωτική επίθεση στα πιο στοιχειώδη δικαιώματά του. Σήμερα που ο λαός περιμένει όσο ποτέ τους πρωτοπόρους του πνεύματος διανοούμενους, καλλιτέχνες, επιστήμονες να τον σηκώσουν, να του δώσουν κουράγιο, να τον εμπνεύσουν να σταθεί στα πόδια του, να παλέψει και να αντισταθεί. Σήμερα που η παραζαλισμένη και κακομαθημένη από τους προβολείς των μέσων ενημέρωσης διανόησή μας δείχνει να μην ξεβολεύεται εύκολα, να μην συμβιβάζεται με το πρωινό ξύπνημα το χάραμα. Ευτυχώς που μορφές όπως ο Νίκος Ξυλούρης υπάρχουν και, σαν να μην έχουν λείψει ούτε στιγμή εδώ και 30 ολόκληρα χρόνια, μπορούν και εμπνέουν, όχι μόνο με την καθαρότητα της φωνής τους, αλλά και με την στάση ζωής τους την σημερινή νέα γενιά.
Είναι το όραμα της ελευθερίας στις δύσκολες ώρες της δικτατορίας. Όλοι θυμόμαστε για παράδειγμα, ότι ο αγωνιστής Νίκος Ξυλούρης δεν έχασε την ευκαιρία να μπει στο υπό κατάληψη Πολυτεχνείο, για να δώσει κουράγιο και να εμψυχώσει τους φοιτητές την περίοδο της δικτατορίας.
Ο Ξυλούρης είναι μια από τις σπουδαίες φωνές που έβγαλε ο τόπος μας και που άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στο χώρο της μουσικής. Αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος, όπως σχεδόν όλοι οι μεγάλοι της Κρήτης. Μέσα στη φωνή του Ξυλούρη κατοικούσαν οι αρχαίοι μουσικοί τρόποι, οι βυζαντινές κλίμακες και οι δρόμοι της Ανατολής
Είναι μία φιγούρα ανθρωπιάς, μεγαλοσύνης και ψυχής αληθινής, που πάλλεται ανέπαφη στο χρόνο. Ανθρωπος ανιδιοτελής, περήφανος και με σπάνιο ήθος, στάθηκε πάντοτε πάνω από μικρότητες και συμβιβασμούς. Ήξερε να αποκαλύπτει την υποκρισία, να ξεσκεπάζει τη σοβαροφάνεια. Γνήσιος τραγουδιστής της Κρήτης, δίδαξε την λιτότητα και την απλότητα του πραγματικού λαϊκού ανθρώπου.
Η φωνή του και τα τραγούδια του ξύπνησαν και ξυπνούν συνειδήσεις. Ταράζουν το ψευτοβόλεμά μας και διδάσκουν με το ήθος και το ύφος τους την αντίσταση στην αδικία, την ελευθερία, την αδελφοσύνη, μα πάνω από όλα την τιμιότητα και τον πατριωτισμό.
Είναι φορές στη ζωή που η μοίρα ενός ανθρώπου ταυτίζεται με τη μοίρα του τόπου του. Αυτό περίπου συνέβη με τον Νίκο Ξυλούρη. Με τη δωρική φωνή του εκφράστηκε η ανάγκη ενός λαού για ελευθερία και δημοκρατία και η μορφή του προσωποποίησε το ζητούμενο της εποχής: «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης, αλλά και το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, οφείλουν πάρα πολλά στο σύντομο πέρασμα αυτού του πρωτοπόρου καλλιτέχνη. Ο Νίκος Ξυλούρης έβαλε στόχο να κάνει γνωστή την κρητική μουσική ακόμα κι έξω από τα σύνορα της Ελλάδας και το πέτυχε.
«Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βάλσα, ρούμπες, σάμπες, και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μάθουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους για να μπορούμε να ζήσουμε και να βγάζουμε τα έξοδά μας και να τους κάνουμε σιγά – σιγά ν’ αλλάξουνε και ν’ αγαπήσουνε την Κρητική Μουσική!» έλεγε.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος θα πει γι’ αυτόν: “Ο Ξυλούρης ήταν ο χαρισματικός αγγελιοφόρος που έφερνε στην εποχή μας το μήνυμα της μουσικής ελληνικής συνέχειας. Τραγουδούσε και αγάλονταν η Σαπφώ, η Κασσιανή και η κυρά-Φροσύνη. Η φωνή του Ξυλούρη δεν ήταν ένα μουσικό εργαλείο απλώς. Ήταν ένα πολιτισμικό ήθος και ένα υψηλόφρον ύφος. Ήθος και ύφος συγκροτούσαν το ύψηλον της παρουσίας του Ξυλούρη. Ο Ξυλούρης μας έφυγε αλλά μας άφησε το ίχνος του πάνω στα πράγματα και στις ιδέες μας. Ίχνος γνησιότητας, σφραγίδα αυθεντικότητας και Λυδία λίθο αλήθειας.”
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της Κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Επιστρέφουν στ’ Ανώγεια μετά την απελευθέρωση.
Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Σε ηλικία 12 χρονών ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ’ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του.
Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο «Κάστρο». Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι «Κρητικοπούλα μου» («μια μαυροφόρα όταν περνά»).
Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια.
Το 1966, βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ’ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και να παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον «Ερωτόκριτο».
Το Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που κυριολεκτικά «σπάει τα ταμεία» μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι» και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, με τον οποίο γνωρίζονται στο «Κονάκι», μιλάει γι’ αυτόν στο συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Ήδη όμως από το 1965 οι δυνατότητες του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της «Ανυφαντούς», το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ’ Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια.
Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη «έντεχνη» δημιουργία επώνυμων συνθετών.
Με το Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα» στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου»… Ακολουθούν δυο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός» αλλά και συνεργασίες με το Σταύρο Ξαρχάκο, το Χριστόδουλο Χάλαρη και το Χρήστο Λεοντή. Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον» με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι «Το μεγάλο μας τσίρκο». Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που «βλέπουν» το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.
Από τη «Λύδρα» στην «Αρχόντισσα», μετά στην «Αποσπερίδα». Ξανά στη «Ληδρα», μετά στο «Κύτταρο» και στο «Θεμέλιο». Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη.
Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.
Χρήστος Λεοντής για τον Νίκο Ξυλούρη:
Ήταν μια καθαρή ανθρώπινη μορφή. Κι αυτό μετέδιδε γύρω του.
Το Παιδεύω ζήτησε από τον καταξιωμένο μουσικό δημιουργό Χρήστο Λεοντή να περιγράψει τη μορφή του Νίκου Ξυλούρη:
Παιδεύω: Κύριε Λεοντή περιγράψτε μας μέσα από τις δικές σας εμπειρίες τον Νίκο Ξυλούρη σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο.
Χρήστος Λεοντής: Το ζήτημα του καλλιτέχνη είναι λυμένο από τον ίδιο τον κόσμο, μιας και η αποδοχή του ήτανε καθολική. Αυτό που πάντα μετράει για έναν καλλιτέχνη και έχει την μεγαλύτερη αξία, είναι το κριτήριο του κόσμου. Αλλά και εγώ που έζησα την καλλιτεχνική δημιουργία μαζί του, διαπίστωσα πως είχε πολλές αρετές, εκτός από την ποιότητα, εκτός από την πάστα της φωνής του. Είχε μιαν ελευθερία στην έκφρασή του. Το τραγούδι είναι ελευθερία. Θέλω να πω, ότι έτσι όπως ακούς έναν άνθρωπο και μιλάει και όταν ξέρει τι θέλει να πεί, μιλάει με μια άνεση και με σαφήνεια, το ίδιο πράγμα μπορείτε να το σκεφτείτε για το τραγούδι. Ένα άλλο στοιχείο που είχε και που είναι ουσιαστικό για τους τραγουδιστές και ταυτόχρονα χαρακτηρίζει τους μεγάλους τραγουδιστές, όπως ο Νίκος Ξυλούρης, είναι το ότι γνωρίζουνε τι λένε. Επιλέγουνε οι ίδιοι το ρεπερτόριό τους.
Εγώ το «Καπνισμένο τσουκάλι» που έκανα με τον Ξυλούρη, το είχα παίξει αρχικά σε μια μπουάτ στην περίοδο της δικτατορίας, οπότε και μου το απαγόρεψε η αστυνομία μέσα σε είκοσι μέρες. Εκείνη την περίοδο είχε έρθει στη μπουάτ ο Ξυλούρης απρόσκλητα, από μόνος του, όπου άκουσε τα συγκεκριμένα τραγούδια. Φαίνεται, θα είχε ακούσει και από τον κόσμο ότι κάτι συνέβαινε εκεί, και μου είπε: «αυτά τα τραγούδια θέλω και πρέπει να τα πω εγώ». Αυτό ήτανε πολύ χαρακτηριστικό για την φυσιογνωμία του Νίκου ξυλούρη. Πολύ περισσότερο που αφορούσε τραγούδια, όπως ξέρετε, που ήταν έξω από τις γνωστές φόρμες που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο, ήταν σαν να μελοποιούσα εφημερίδα. Και όμως, η ιστορία και ο χρόνος μας δικαίωσαν. Απέδωσαν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Αυτό σε ότι αφορά την καλλιτεχνική του φτιαξιά, την καλλιτεχνική μορφή του Νίκου Ξυλούρη.
Σαν άνθρωπος τώρα, είχε κι εδώ μια ανάλογη υπόσταση. Είχε μια γενναιοδωρία, μια αλληλεγγύη, μια στάση ζωής που ενθάρρυνε και τον διπλανό του για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, για καλύτερες συνθήκες εργασίας, για καλύτερες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ήταν δηλαδή αυτό που ορίζουμε σαν μια καθαρά ανθρώπινη φύση. Και αυτό μετέδιδε και στους γύρω του. Είχε, νομίζω, σπουδαίες αρετές. Δεν είναι τυχαίες ούτε η καλλιτεχνική, ούτε η ανθρώπινή του υπόσταση. Όπως λένε «το ΄να χέρι νίβει το άλλο και τα δυό το πρόσωπο». Αυτά τα στοιχεία που περιγράψαμε πιο πάνω, είναι στοιχεία που ασφαλώς και διαμορφώνουνε την καλλιτεχνική του προσωπικότητα και τελικά την συνολική αποδοχή του από τον κόσμο, γιατί εκφράζει μιαν αλήθεια.
Παιδεύω: Πόσο άραγε ιδιαίτερα σήμερα, σ’ αυτή την δεινή περίοδο που διανύουμε, μας λείπουν μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης όπως ο Νίκος Ξυλούρης;
Χρήστος Λεοντής: Πάντα λείπουν τέτοιες προσωπικότητες. Πάντα δεν φτάνουνε. Κάποιες υπάρχουνε και σήμερα, αλλά δεν φτάνουνε. Δεν φτάνουν στον κόσμο. Έτσι, ο κόσμος πρέπει μόνος του να αρχίσει να ενδιαφέρεται και να ψάχνει να βρει. Να μην περιμένει να του δώσουνε στο πιάτο έτοιμα πρότυπα. Πρότυπα όπως ο Νίκος Ξυλούρης υπάρχουν. Χρέος των σημερινών, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, είναι να ψάχνουν να και να τα ανακαλύπτουν.
του Ross Daly
21 χρόνια έχουν περάσει από τον άδικο χαμό του θρυλικού Κρητικού τραγουδιστή και λυράρη Νίκου Ξυλούρη. Είναι αμφίβολο εάν οποιοδήποτε άλλο άτομο σ’ ολόκληρη την ιστορία της κρητικής μουσικής άσκησε ποτέ τόσο μεγάλη επίδραση στην αναπτυξιακή πορεία αυτής της πανάρχαιας μουσικής παράδοσης. Και σήμερα ακόμη, ιδιαίτερα στην Κρήτη, οι νέοι θυμούνται τα τραγούδια του και τα τραγουδάνε, αν και δεν τον είδαν ποτέ ούτε και τον άκουσαν να τραγουδά ζωντανά. Πρόκειται για σπανιότατο φαινόμενο στο σύγχρονο κόσμο, όπου τα δημοφιλέστερα τραγούδια του σήμερα συνήθως ξεχνιούνται παντελώς σ’ ένα χρόνο το πολύ.
Οι παλιότεροι, βεβαίως, τον θυμούνται πολύ καλά και ο Ξυλούρης παραμένει μια έντονη παρουσία, σχεδόν, μυθικής υπόστασης χαραγμένη στη μνήμη τους. Μερικοί τον θυμούνται στα μέσα της δεκαετίας του 60 ως ένα νεαρό τραγουδιστή και λυράρη που τραβούσε πλήθη πρωτοφανών διαστάσεων στο σινεμά «Όαση» (το σημερινό Κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης) του Ηρακλείου, όπου έδινε συχνά συναυλίες. Άλλοι τον θυμούνται ως ερμηνευτή σύγχρονων Ελληνικών τραγουδιών, του οποίου οι ερμηνείες έργων σημαντικών τραγουδοποιών της εποχής παραμένουν μοναδικές ακόμη και σήμερα. Σπανιότατα ένας σύγχρονος καλλιτέχνης θα δώσει δική του ερμηνεία τραγουδιού του Ξυλούρη, φοβούμενος την αναπόφευκτη σύγκριση. Άλλοι θυμούνται τον Ξυλούρη ως σύμβολο του επαναστατικού πνεύματος των αρχών της δεκαετίας του ’70, όταν η ιστορική του ερμηνεία του ριζίτικου «Πότε θα κάνει ξαστεριά», κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εξέφρασε το λαϊκό αίσθημα της εποχής.
Στις αναμνήσεις καθενός των ανθρώπων διαφόρων ηλικιών και κοινωνικών τάξεων που θυμούνται το Νίκο Ξυλούρη με χίλιους τρόπους, υπάρχει ένα σημαντικότατο κοινό στοιχείο: όλοι τους τον θυμούνται σαν κάτι πολύ παραπάνω από απλώς ένα θαυμάσιο τραγουδιστή και λυράρη. Για ολόκληρο τον ελληνικό λαό ο Νίκος Ξυλούρης έχει γίνει σύμβολο και θεωρείται η ενσάρκωση του ολικού αθροίσματος των αρετών του αρχέτυπου κρητικού πνεύματος. Η μοναδική του προσωπικότητα ήταν εκείνη που ενσωμάτωσε και ισορρόπησε τα χαρακτηριστικά υπερηφάνειας και ταπεινότητας, ευγένειας και απλότητας, και που του απέδωσε μια θέση πρώτα στις καρδιές των Ελλήνων κι ύστερα στις μνήμες τους.
21 χρόνια από το θάνατο του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη, η αναζήτηση της βαθύτατής του επίδρασης στη μουσική της Κρήτης και της Ελλάδας γενικότερα είναι ενδιαφέρουσα και, κατά κάποιο τρόπο, πολύ αποκαλυπτική. Ο ίδιος ο Ξυλούρης μου είπε κάποτε ότι, όταν ήταν νεαρός, όποτε κατέβαινε στο Ηράκλειο από τα Ανώγεια -αν τύχαινε να έχει μαζί του τη λύρα του- απέφευγε τις κεντρικές οδούς και προτιμούσε τα στενά, για να μην τον κοροϊδέψουν που έπαιζε τη λύρα, όργανο «άξεστων» χωρικών. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι του αστικού κέντρου του Ηρακλείου ήθελαν να κάνουν τους «Ευρωπαίους» και τους «μοντέρνους». Που να ήξεραν ότι σε λιγοστά χρονάκια θα πήγαιναν κατά χιλιάδες ν’ ακούσουν το Νίκο Ξυλούρη με τη λύρα του να τραγουδάει τον «Ερωτόκριτο», το «Ανυφαντού» ή τα αγαπημένα του ριζίτικα, αποκαθιστώντας τα στη θέση του σεβασμού και τιμής που τόσο ξεκάθαρα τους άξιζε.
Ήταν περίπου σ’ αυτό το στάδιο της καριέρας του που «ανακαλύφθηκε» από τους παραγωγούς και συνθέτες της σύγχρονης αθηναϊκής έντεχνης παράδοσης. Ως τότε στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής μουσικής, η άγνωστη και ιδιαίτερα ιδιωματική μουσική παράδοση της Κρήτης είχε αγνοηθεί και μάλιστα αμεληθεί, εσκεμμένα, από τη σύγχρονη ελληνική μουσική παράδοση, αν και πολλοί από τους κορυφαίους της συνθέτες ήταν κριτικής καταγωγής. Δυστυχώς, τα μουσικά ιδιώματα της ελληνικής επαρχίας ποτέ δεν έτυχαν της σωστής εκτίμησης ούτε και κατανοήθηκαν από τους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής βιομηχανίας των αστικών κέντρων -αν και αυτά τα επαρχιακά ιδιώματα είναι συνήθως πιο ανεπτυγμένα και σύνθετα από τα κατασκευάσματα των αστικών παραδόσεων.
Ο Νίκος Ξυλούρης άλλαξε εντελώς τα δεδομένα, κυρίως με τις συγκινητικότατες και ξεχωριστές του ερμηνείες των ριζίτικων της δυτικής Κρήτης. Οι ηχογραφήσεις αυτές, ενορχηστρωμένες από το Γιάννη Μαρκόπουλο, έκαναν μεγάλη εντύπωση σε όσους τις άκουσαν, και έγιναν αιτία ο Ξυλούρης να κερδίσει το περιζήτητο βραβείο «Charles Cros» της Γαλλίας, χώρα όπου η κρητική μουσική σίγουρα έκανε το ντεμπούτο της. Δυστυχώς, η τιμή αυτή αναφέρθηκε ελάχιστα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια επιβράβευση ενός αγνώστου μουσικού ιδιώματος από τη δυτική Κρήτη, που αγνοούσαν οι περισσότεροι Έλληνες, ήταν γεγονός απίστευτης σημασίας. Αποτελούσε, επίσης, επιβεβαίωση των μοναδικών φωνητικών κι ερμηνευτικών χαρισμάτων του ίδιου του Ξυλούρη.
Από αυτό το σημείο και πέρα, ο Ξυλούρης έγινε ο πλέον περιζήτητος τραγουδιστής για σχεδόν όλους τους συνθέτες της εποχής. Η χαρακτηριστική χροιά της φωνής του, μαζί με τη διαχρονική και αρχέτυπη εκφραστική υφή της, έδινε νέες διαστάσεις σε ό,τι και να τραγουδούσε. το έργο ενός τραγουδοποιού που καλούνταν να συνθέσει ένα τραγούδι για το Νίκο Ξυλούρη, συνεπώς, ήταν τρομερά δύσκολο. Ίσως γι’ αυτό το λόγο τα καλύτερα έργα των συνθετών αυτών ήταν εκείνα που έγραψαν με τον ήχο της φωνής του στα αυτιά τους. Για μένα, πάντως, τίποτα δε συγκρίνεται με το παραδοσιακό κρητικό μουσικό ιδίωμα αυτό καθ’ αυτό ως η ιδανικότερη ύλη για τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα άποψη της ερμηνείας παραδοσιακών κρητικών τραγουδιών από τον Ξυλούρη είναι το ότι, αν και πολύ «παραδοσιακός» στην προσέγγισή του, ήταν επίσης πολύ καινοτομικός, δίνοντας πάντα ένα «νέο» προσωπικό ήχο σε ό,τι κκαι αν τραγουδούσε. Αν ακούσει κανείς την κλασική ερμηνεία του «Δακρύζω με παράπονο» από τον «Μπαξεβάνη» στη δεκαετία του 30, κι έπειτα την ερμηνεία του ίδιου του τραγουδιού από τον Ξυλούρη, 40 χρόνια αργότερα, θα καταλάβει ότι πράγματι δε συγκρίνονται. Και οι δύο ερμηνείες χαρακτηρίζονται από αδιαμφισβήτητη «αυθεντικότητα», αν και διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση η «αυθεντικότητα» δεν έχει καμία σχέση, όμως, με τη σχολαστική αντιγραφή του παρελθόντος. Πρόκειται για μια διαδιακασία σύνδεσης με την πηγή της έμπνευσης που γέννησε το αρχικό έργο και προσφοράς του εαυτού μας ως μέσο αναγέννησής του στο παρόν. Δυστυχώς, ελάχιστοι καλλιτέχνες στο χώρο της «παραδοσιακής μουσικής» έχουν αυτό το χάρισμα, πράγμα που οδηγεί στη γενική παρανόηση ότι η «παράδοση» είναι θέμα μίμησης των προϊόντων εμπνεύσεων του παρελθόντος.
Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν αναμφισβήτητα ένα από τα σπάνια άτομα με τη μυστηριώδη ικανότητα «να ξαναγεννήσει» όσα τραγουδούσε, χωρίς να επαναλαμβάνει ούτε τους άλλους αλλά ούτε και τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό τον λόγο οι μεταγενέστερες προσπάθειες τόσων άλλων κρητικών καλλιτεχνών να μιμηθούν ή να αντιγράψουν τον Ξυλούρη δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. το χειρότερο πράγμα που μπορεί κανείς να κάνει είναι ν’ αντιγράψει κάποιον που δεν αντέγραψε κανέναν.
Άλλη όψη του έργου του Νίκου Ξυλούρη που αξίζει ν’ αναφερθεί είναι το έργο του ως συνθέτη. Ο ίδιος έγραψε πολλά τραγούδια τα οποία σήμερα θεωρούνται μέρος του βασικού ρεπερτορίου κάθε κρητικού γλεντιού. Ίσως μάλιστα το μέρος του ρεπερτορίου του που δικαιώθηκε περισσότερο από το χρόνο είναι εκείνο που αποτελείται από τα δικά του τραγούδια κι όχι μόνο από τις μοναδικές του ερμηνείες κλασικών κρητικών έργων.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο Νίκος Ξυλούρης είναι ο άνθρωπος που φέρει την κύρια ευθύνη για την επαναφορά της κρητικής μουσικής στην τιμητική θέση που πάντα της άξιζε. Τέλεσε, επίσης καθήκοντα «πρεσβευτή» της κρητικής μουσικής στον υπόλοιπο κόσμο, αντιπροσωπεύοντάς την με την αξιοπρέπεια και το ήθος που αρμόζουν σε μια τόσο ευγενή παράδοση. Είναι μεγίστης σημασίας για το μέλλον της κρητικής μουσικής η νέα γενιά τραγουδιστών και λυράρηδων ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του Νίκου Ξυλούρη και να μη μιμηθεί απλώς τον τρόπο που έπαιζε ή που τραγουδούσε.
Αυτό έκανε κι ο ίδιος ο Ξυλούρης σε σχέση με την παλιότερη γενιά λυράρηδων. Άκουσε πολύ προσεκτικά όλους τους μεγάλους λυράρηδες κι αφομοίωσε την ουσία της μουσικής τους, χωρίς ν’ αντιγράψει ποτέ τα όσα έκαναν. Όταν η ουσία αυτή είχε γίνει μέρος του ίδιου του εαυτού του, μπόρεσε να τη χρησιμοποιήσει με το δικό του μοναδικό και δημιουργικό τρόπο. Ουσιαστικά αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται κι ωριμάζουν όλες οι μεγάλες παραδόσεις, δια μέσου αξιόλογων ανθρώπων, όπως ήταν άλλωστε ο Νίκος Ξυλούρης.
Κεφαλονιά, Ιούλιος 2001.
(Αναδημοσίευση από το 1ο τεύχος του περιοδικού «Μονογραφίες»)–
Ο Ross Daly είναι μουσικός, συνθέτης, ενορχηστρωτής και παραγωγός μουσικής. Ιρλανδός στην καταγωγή, γεννήθηκε στην Αγγλία στις 29 Σεπτεμβρίου του 1952. Μεγάλωσε στην Αμερική, τον Καναδά και την Ιαπωνία. Έχοντας πάρει κλασική μουσική παιδεία, ταξίδεψε στην Ινδία, την Κεντρική Ασία και την Εγγύς Ανατολή, για να μυηθεί στην μουσική παράδοση της Ανατολής. Το 1975 ήρθε στην Κρήτη και από τότε μένει μόνιμα στην Ελλάδα. Από το 1989 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
–